ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ

Στη θέση αυτή θα δημοσιεύονται άρθρα κατά των αιρέσεων και ενισχυτικά του ορθοδόξου φρονήματος.
Για να ξέρουμε τι έχουμε και να το εκτιμούμε.
Για να χαιρόμαστε που είμαστε ορθόδοξοι και να γινόμαστε ακόμη περισσότερο.
Επειδή ορθόδοξοι δεν είμαστε μόνο δια του βαπτίσματος αλλά και "εν τω γίγνεσθαι" (γινόμαστε συνεχώς).

ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ


 ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
(μεταφ. trelogiannis)

Με αγάπη απορρίπτομε τον οικουμενισμό, επειδή θέλομε να προσφέρομε στους ετερόδοξους ακριβώς εκείνο, που ο Κύριος εχάρισε πλούσια σε όλους εμάς μέσα στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή την ευκαιρία να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, «τέκνα Φωτός» και «κληρονόμοι της Βασιλείας, ήν ο Κύριος επηγγείλατο τοις αγαπώσιν Αυτόν»...

Ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Και όπως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «Η Χάρις εις πάντας εκκέχυται· ουκ Ιουδαίον, ουκ Έλληνα, ου βάρβαρον, ου Σκύθην, ουκ ελεύθερον, ου δούλον αποστρεφομένη· πάντας ομοίως προσιεμένη (προσεγγίζουσα) και μετά της ίσης τιμής».
Αν και σήμερα κάποια έθνη έχουν διαφορετικό όνομα, ο Χριστός συνεχίζει το έργο Του, της σωτηρίας των ανθρώπων, προσκαλώντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία πολλούς, που ανετράφησαν μέσα σε κοινότητες ετερο-Ορθοδόξων Χριστιανών. Οι περιπτώσεις τους είναι ποικίλες και ομοιάζουν - αν τις συνθέσει κανείς - με ένα πολύχρωμο χαλί από τους θαυμαστούς τρόπους της Θείας Χάριτος και το μυστήριο της ανθρωπίνης καρδιάς.
Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις οποίες κάποιος, που ανήκει σε μια ετερόδοξη ομολογία, έρχεται στην Ορθοδοξία. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγων είναι πάντα η παρουσία της Θείας Χάριτος, η οποία δρα κατά ποικίλους τρόπους, αγγίζοντας την ψυχή κάθε ανθρώπου, που είναι δεκτικός φωτισμού, και οδηγώντας τον να αναζητήσει την αλήθεια. Μετά, εκείνος πωλεί ό,τι έχει στην κατοχή του, με σκοπό να αποκτήσει τον «πολύτιμο μαργαρίτη», την Ορθόδοξη πίστη μας.
Από το πολύ έλεος του Θεού, η Θεία Χάρις άγγιξε και την ιδική μου ψυχή οδηγώντας με αρχικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τελικά στο Άγιον Όρος, αν και μεγάλωσα σε μια μικρή προτεσταντική κοινότητα, σε μια επίσης μικρή πόλη των ΗΠΑ, όπου ούτε ποτέ συνάντησα μια Ορθόδοξη ενορία, ούτε ποτέ είχα οποιαδήποτε επαφή με κάποιον Ορθόδοξο χριστιανό. Όταν ήμουν νέος είχα διδαχθή ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες ήταν βασικά ίδιες, και ότι οι διαφορές μεταξύ τους ήταν ασήμαντες. Παρόλα αυτά η πείρα με έκανε να θέσω υπό κρίση αυτή την κεντρική διδασκαλία της Οικουμενιστικής Κινήσεως.
Όταν ήμουν 14 ετών και παρακολουθούσα το μάθημα του κατηχητικού σχολείου σε ένα ναό των Μεθοδιστών, συγκεκριμένα στο ναό όπου ο παππούς μου ήταν παλαιότερα ο πάστορας, έκανα στον κατηχητή μου την εξής ερώτηση: «Γιατί πρέπει να είμαι Μεθοδιστής και όχι Ρωμαιοκαθολικός ή Πρεσβυτεριανός ή Βαπτιστής; Πώς μπορώ να ξέρω ότι οι Μεθοδιστές έχουν την αλήθεια;». Ο κατηχητής μου, όμως, δεν μου έδωσε ικανοποιητική απάντηση, και από τότε άρχισε η μακρά μου πορεία αναζητήσεως της Αληθείας.
Τώρα βλέπω ότι ο δικός μου δρόμος της αναζητήσεως είχε πολλά κοινά σημεία με εκείνα άλλων αναζητητών, οι οποίοι επίσης κατέληξαν από την ετεροδοξία στην Ορθοδοξία, και θα ήθελα να σκιαγραφήσω κατ' αρχήν τους κύριους λόγους - λίγο πολύ κοινούς - για τους οποίους κάποιος ετερόδοξος προσέρχεται στην Ορθοδοξία. Και, κατά δεύτερον λόγον, να επισημάνω μερικές συνέπειες που έχει αυτή η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία όσον αφορά στην εμπλοκή μας στην Οικουμενιστική Κίνηση. Λόγω ελλείψεως χρόνου δεν μπορώ να παρουσιάσω πολλά παραδείγματα, τα οποία θα περιληφθούν στα Πρακτικά του Συνεδρίου.
Στους περισσότερους ανθρώπους που προσέρχονται στην Ορθοδοξία, εμού συμπεριλαμβανομένου, διακρίνομε τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά εκείνα, που απαντώνται σε όσους έλαβαν το δώρο της μετανοίας. Αυτά είναι η συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία, μία ειλημένη απόφασις να βρει κανείς οπωσδήποτε την αλήθεια ανεξαρτήτως κόστους, ένα ταπεινό φρόνημα, που του επιτρέπει να δει την ζωή από μια άλλη οπτική γωνία, μια διάθεσις να κάνει συγκρίσεις μεταξύ εκείνου που είχε και αυτού που ανακαλύπτει και, τελικά, μια σταθερή απόφαση να αλλάξει ζωή.
Είναι ο «πόνος της καρδιάς» εκείνο που καθιστά ικανούς τους ετεροδόξους να μην εμπιστεύονται πλέον την ιδική τους λογική, τις ιδικές τους απόψεις και τα ιδικά τους συναισθήματα, ώστε να μπορούν πλέον να λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν τους τους ισχυρισμούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να ασκούν κριτική επάνω στα ιδικά τους πιστεύω και να διερωτώνται για το τι έχει μεγαλύτερη αξία στην ζωή.
Ο Αββάς Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει ότι «χωρίς τον κόπο της καρδιάς, κανείς δεν αποκτά την διάκριση των λογισμών». Αυτό ισχύει και για κάθε μορφή διακρίσεως. Οι δοκιμασίες, οι θλίψεις και οι πειρασμοί, που φέρνουν πόνο στην καρδιά, είναι μεταξύ των μεγαλυτέρων ευεργεσιών του Θεού, επειδή δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να λάβει χώρα ένας προβληματισμός, μια αναθεώρηση των θέσεων και, ενδεχομένως, μια στροφή προς την Ορθοδοξία.
Για τους πρώην Ευαγγελικούς, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην ιεραποστολική οργάνωση «Cambridge Crusade» (Καίμπριντζ Κρουσέϊντ), η αποτυχία τους να προσηλυτίσουν σταθερά ανθρώπους στην πίστη του Χριστού, τους έκανε να αναρωτηθούν για την αξία της υπάρξεως αυτής της οργανώσεως, πράγμα που τους οδήγησε στην αναζήτηση της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, μια αναζήτηση η οποία έληξε το 1987 με την είσοδό τους στην Ορθοδοξία.
Σε άλλους, η ίδια η συνάντηση με την Ορθοδοξία επιφέρει μια κρίση, η οποία τους κάνει να διερωτώνται για την αλήθεια των πιστεύω τους. Έχει υπάρξει ένας αριθμός προσηλύτων στην Ορθοδοξία, που άρχισαν την πορεία τους προς αυτήν κατά αρνητικό τρόπο, προσπαθώντας δηλαδή να αποδείξουν ότι η Ορθοδοξία έχει λάθος. Ένας τέτοιος ήταν ο Θ. Α., ο οποίος αν και μεγάλωσε μέσα σε ένα ελληνορθόδοξο περιβάλλον, αργότερα στο Λύκειο ενεπλάκη σε προτεσταντικές ομάδες και προσηλυτίστηκε. Για να μπορέσει ο ίδιος να μεταστρέψει τους Ορθοδόξους, αλλά και να πεισθεί ο ίδιος ότι η Ορθοδοξία είναι λανθασμένη, άρχισε να μελετά βιβλία σχετικά με την Ορθοδοξία. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Πείσθηκε ο ίδιος ότι η Ορθοδοξία κατέχει την αλήθεια.
Άπαξ τώρα και έχει κάποιος ταπεινά αποδεχθεί την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν τον Θεανθρώπινο θεσμό, που έχει την μόνη αυθεντία στην ζωή, όσον αφορά στην σωτηρία του, η μετάβαση από την συγκατάθεση της καρδιάς στην πρακτική επιστροφή στην αληθινή πίστη απαιτεί και μιαν άλλη αρετή, την οποία ο άγιος Κλήμης, ο επίσκοπος Ρώμης, ονομάζει: «ισχύν αφοσιώσεως και σκοπού». Η επίγνωση ότι τίποτε δεν είναι πιο σπουδαίο από το να εισέλθει κανείς στην Εκκλησία και να αγωνισθεί να επιτύχει αυτόν το σκοπό, είναι αναγκαία για εκείνον που αναζητά την Εκκλησία, ώστε να υπερπηδήσει τα εμπόδια, που το πονηρό πνεύμα σίγουρα θα προσπαθήσει να του φέρει στον δρόμο του.
Μπορούμε να δούμε αυτή την δύναμη της αφοσιώσεως σε πολλούς από εκείνους, που προσέρχονται στην Ορθοδοξία. Θυμάμαι ότι, μετά από μελέτη έξι μηνών κάθε διαθεσίμου Ορθοδόξου βιβλίου στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Σικάγο, και πριν ακόμη επισκεφθώ κάποια Ορθόδοξη ενορία, είπα στον εαυτό μου: «Θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο για να γίνω Ορθόδοξος, ακόμη και αν χρειασθεί να αλλάξω υπηκοότητα και να γίνω Ρώσσος ή Έλληνας, ή να μάθω Ρωσσικά ή Ελληνικά». Τελικά, σε κάποιο βαθμό, κατέληξα να έχω κάνει και τα δύο.
Όσο σπουδαίο, όμως, και να είναι να αναζητά κανείς ταπεινά την Αλήθεια με συντετριμμένη καρδιά, και να υποτάσσεται σ' Αυτήν εθελοντικά, ο κύριος παράγων σε μια μεταστροφή προς την Ορθοδοξία είναι η Θεία Χάρις. Ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, στο έργο του «Περί Ενανθρωπήσεως», αναφέρει τα εξής: «Ο Σωτήρ ενεργεί εις τους ανθρώπους τόσον μεγάλα, και καθημερινώς πείθει αοράτως να προσέλθουν εις την πίστιν Του και να υπακούουν όλοι εις την ιδικήν Του διδασκαλίαν, τόσον μέγα πλήθος από όλα τα μέρη...». Και ενώ, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, η Χάρις δεν ενεργεί στον άνθρωπο στο βάθος της ψυχής του πριν από το Βάπτισμα, εν τούτοις η Χάρις μπορεί να κινεί τον αβάπτιστο προς το αγαθόν, ενεργούσα έξωθεν της καρδιάς.
Βέβαια η Χάρις ενεργεί κατά μια πλειάδα τρόπων στις ψυχές, που είναι δεκτικές της αληθείας. Σε μερικές περιπτώσεις είναι ένα κατάλληλο βιβλίο, που πέφτει στα σωστά χέρια στον κατάλληλο καιρό. Κατά το πρώτο μου έτος στο Κολλέγιο διάβασα τους «Αδελφούς Καραμαζώφ», και έμεινα κατάπληκτος από την ομορφιά ενός Χριστιανισμού, που δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν. Εκείνη ήταν η περίοδος που για πρώτη φορά συνειδητά ερχόμουν προς την Ορθοδοξία. Σε άλλους προσηλύτους ήταν η μελέτη της Εκκλησιαστικής ιστορίας, εκείνη που τους έφερε στα πρόθυρα της Εκκλησίας.
Εκτός όμως από την μελέτη, πολλοί έχουν αισθανθεί την έλξη της Χάριτος και κατά την παραμονή τους στις ιερές ακολουθίες. Άλλοι πάλι κάποτε μπήκαν επιπόλαια σε έναν Ορθόδοξο ναό και αιχμαλωτίσθηκαν από την ομορφιά και χάρη των αγιογραφιών. Όταν πρωτοεισήλθα σε έναν Ορθόδοξο ναό και είδα την εικόνα του Χριστού, και άκουσα τον ιερέα να εκφωνεί: «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα (ας παραθέσωμε)», κατάλαβα ότι είχα βρει τον τόπο μου και, επί πλέον, την Εκκλησία, που έψαχνα εκ νεότητός μου.
Είναι αληθές επίσης ότι κάθε προσήλυτος στην Ορθοδοξία έχει την αίσθηση ότι ξυπνά σαν από βαθύ ύπνο, από την Χάρη του Χριστού, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Σαν τον άσωτο υιό έρχεται στον εαυτό του, κάνει την σύγκριση μεταξύ του οίκου του Πατρός του και του αμαρτωλού τόπου, όπου ζει, και παίρνει την απόφαση να γυρίσει πίσω στο σπίτι.
Μερικοί συγκρίνουν την τάξη, την συγκρότηση της Ορθοδοξίας με την σύγχυση, που επικρατεί στους κόλπους του Προτεσταντισμού. Άλλοι αντιπαραθέτουν την ιστορική συνέχεια της Ορθοδοξίας, προς την έλλειψη της ιστορικής συνεχείας στον σύγχρονο Προτεσταντισμό. Άλλοι τονίζουν την παρουσία στην Ορθοδοξία εργαλείων και μέσων, για να καταπολεμήσει κανείς την αμαρτία, και την απουσία τους στις ετερόδοξες Ομολογίες. Συγκρίνουν, αντιπαραθέτουν και αποφασίζουν.
Έτσι τελικά το πρόσωπο που προέρχεται από μια άλλη Ομολογία, συμπληρώνει την κατήχησή του και, με την Χάρη του Θεού, βαπτίζεται στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Από το σημείο αυτό και μετά δεν πρέπει να έχει σημασία για κάποιον, που εισέρχεται στην Εκκλησία, το τι ήταν πριν, γιατί, κατά τον άγιο Ιλαρίωνα, εκείνο που είναι το μόνο σπουδαίο και σωτήριο για αυτόν είναι ότι, γινόμενος μέλος της Εκκλησίας, ήδη έγινε μέλος του Σώματος του Χριστού. Από την στιγμή αυτή του Βαπτίσματος, η διαδικασία της μεταστροφής συνεχίζεται πια σαν ζωή μετανοίας μέσα στην Εκκλησία.
Ό,τι είχε συμβεί κατά την διαδικασία μεταστροφής κάποιου στην Ορθοδοξία, πόνος καρδιακός, ταπεινή αναζήτηση του θελήματος του Θεού, και μια αποφασιστικότης να γίνεται εις το εξής το θέλημα του Θεού, θα πρέπει να συνεχισθεί μέσα στην Εκκλησία, κατά την ζωή της μετανοίας. Επειδή η ζωή της μετανοίας είναι και αυτή μια ζωή αναζητήσεως, κάθε στιγμή, του θελήματος του Θεού στην ζωή μας. Και όπως είναι μεγάλη αμαρτία το να κάνομε κάτι, που θα εμποδίσει την μετάνοια κάποιου άλλου, έτσι είναι μεγάλη αμαρτία να εμποδίσομε την προσέλευση κάποιου στην Ορθοδοξία, είτε με την απρόσεκτη ζωή μας, είτε με τις πράξεις μας, είτε με τα λόγια μας.
Ένας Οικουμενισμός, λοιπόν, που προσποιείται ότι οι πραγματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και ετεροδοξίας είναι ασήμαντες, περιπίπτει πράγματι σε ένα τέτοιο φοβερό αμάρτημα, και διότι αρνείται την αλήθεια, την οποία τόσοι πολλοί πρώην ετερόδοξοι Χριστιανοί αγωνίστηκαν πολύ για να την βρουν, και διότι προσπαθεί να κλείσει την πόρτα σε όσους ακόμη την αναζητούν. Δεν πρέπει να μας παραπλανήσει η χαμογελαστή μάσκα του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός είναι αντίθετος σε κάθε βήμα κάποιου που ψάχνει την Αλήθεια και επιδιώκει την ένταξή του μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Ο Οικουμενισμός ενθαρρύνει το αίσθημα, που πηγάζει από μία, κατ' επίφαση, ενότητα και όχι από την κατάνυξη και την ζωή της μετανοίας. Αποθαρρύνει την αναζήτηση της Αληθείας, έμμεσα παραδεχόμενος την ύπαρξη και αποδοχή του ψεύδους.
Ο Οικουμενισμός δεν διακατέχεται από την ταπείνωση, που επιτρέπει να ακουστεί και μια διαφορετική από την ιδική του φωνή, ειδικά όταν αυτή αποκαλύπτει το ψεύδος του. Ο Οικουμενισμός επιτρέπει συγκρίσεις, αλλά όχι συμπεράσματα, που να καταδεικνύουν ότι κάποια Χριστιανική παράδοση, σε αντίθεση με κάποια άλλη ή άλλες, είναι πιο γνήσια. Τελικά ο Οικουμενισμός αποθαρρύνει οποιαδήποτε αποφασιστική ενέργεια, η οποία θα αντιτίθεται στους επιδιωκόμενους σκοπούς του. Κατ' αλήθειαν τα λόγια του Χριστού προς τους Φαρισαίους έχουν εφαρμογή για τους οικουμενιστές: «Ουαί ημίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει κάθε έναν από εμάς, πώς να βοηθήσομε όσους ευρίσκονται έξω από την Εκκλησία, λέγοντας για εκείνον που είναι εκτός Εκκλησίας: «Δεν μπορείς να κάνεις θαύματα και να τον πείσεις; Με αυτά που έχεις ήδη, να προσπαθήσεις να τον πείσεις. Δηλαδή, με την φιλανθρωπία, με την προστασία, με την ημερότητα, με τον καλό τρόπο, και με όλα τα άλλα». Με άλλα λόγια χρειάζεται να προσεγγίσομε τους ετεροδόξους με εκείνη την φιλοξενία και αγάπη, που είναι χαρακτηριστική στην Ορθοδοξία.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι καθόλου εύκολος, και όσοι αγωνίζονται μόνοι τους χρειάζονται την βοήθειά μας, την υποστήριξή μας και την αγάπη μας. Συγχρόνως, όμως, πρέπει να διατηρήσομε τον σκληρό λόγο της αληθείας, έστω και αν αυτό είναι επώδυνο. Η αλήθεια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη κιβωτός της σωτηρίας, είναι «ο πολύτιμος ακρογωνιαίος μας λίθος, ο εκλεκτός, ο έντιμος», ο οποίος πάντα υπήρξε και πάντα θα υπάρχει «λίθος προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου».
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι εκείνοι οι πρώην ετερόδοξοι, που έχουν προσχωρήσει στην Ορθοδοξία, είναι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του Οικουμενισμού. Για τους Οικουμενιστές, οι προσήλυτοι στην Ορθοδοξία είναι καθαρά ένας «κόλαφος», αφού η ίδια μεταστροφή τους καταδεικνύει την ανυπαρξία μέσου χώρου μεταξύ της Εκκλησίας και των Ομολογιών. Για τους προσηλύτους, η συμμετοχή τους στον Οικουμενισμό θα σημαίνει την εκπλήρωση του ρητού: «ώσπερ κύων όταν επέλθη επί τον εαυτού έμετον και μισητός γένηται, ούτως άφρων τη εαυτού κακία αναστρέψας επί την εαυτού αμαρτίαν».
Οι προσήλυτοι είναι βαθειά οικείοι με την πνευματική ασθένεια, που προκαλείται στις ετερόδοξες κοινότητες από την απιστία στην διδασκαλία του Χριστού. Δεν μπορούν να εξαπατηθούν από γλυκόλογα αγάπης, η οποία θυσιάζει την Αλήθεια, ή από κενούς λόγους για μια ενότητα, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Η μετάνοιά τους για την προηγούμενη συμμετοχή τους σε ετερόδοξες κοινότητες, τους έχει γίνει μια πηγή γνώσεως. Δεν θα επιτρέψουν στον Οικουμενισμό να αψηφήσει αυτήν την γνώση. Και η θέση τους αυτή δεν είναι μια αρνητική θέση. Αντιθέτως, προέρχεται από την αγάπη τους προς το Χριστό, από την αγάπη τους προς την Εκκλησία, από την αγάπη τους προς την Αλήθεια, και από την αγάπη τους για όσους είναι μέσα και έξω από την Εκκλησία.
Με αγάπη απορρίπτομε τον οικουμενισμό, επειδή θέλομε να προσφέρομε στους ετερόδοξους ακριβώς εκείνο, που ο Κύριος εχάρισε πλούσια σε όλους εμάς μέσα στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή την ευκαιρία να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, «τέκνα Φωτός» και «κληρονόμοι της Βασιλείας, ήν ο Κύριος επηγγείλατο τοις αγαπώσιν Αυτόν». 

.                                                                                                                                             . 


Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 
(μεταφ. απο trelogiannis)

Από την αδελφή Ματθαία Όσβαλντ

Η ιστορία διηγείται, πώς μία ρωμαιοκαθολική Μοναχή ανακάλυψε την πληρότητα της  αληθείας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
 
Παιδική ηλικία και εφηβεία
Γεννήθηκα το 1961 από προτεστάντες γονείς σε μία πόλη της νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σε ένα προάστιο, το οποίο ήταν παλαιότερα ένα αυτόνομο χωριό και αργότερα ενσωματώθηκε σε δήμο. Εκεί υπήρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολική οικογένεια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν προτεστάντες. Στο δημοτικό η κόρη αυτής της οικογένειας, την οποία εγώ συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν συμμαθήτριά μου. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μου ήταν αυστηρά απαγορευμένο να την επισκέπτομαι, διότι μου έλεγαν πως αν το μάθαινε κανείς θα ήταν ντροπή για την οικογένειά μας. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μεγαλύτερη ανοχή ως προς το θέμα αυτό. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν προτεστάντες, αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου ο "καθολικός" πληθυσμός και δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικές εκκλησιαστικές κοινότητες στην πόλη. 
Οι γονείς μου πίστευαν στο Θεό, αλλά δεν έκαναν πράξη αυτή τους την πίστη, δηλαδή δεν πηγαίναμε ποτέ τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν προσευχόμασταν-τουλάχιστον όχι όλοι μαζί ούτε καν πριν από τα γεύματα-και το θέμα «Θεός» ήταν ανύπαρκτο στο σπίτι μας. 
Όμως στο σπίτι των παππούδων μας έμενε μία μεγάλη, ευαγγελική αδελφή διακόνισσα, η οποία ήταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ήταν σαν ένα φως για μένα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους παππούδες μου, εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να «εξαφανιστώ» και να επισκεφτώ αυτή την αδελφή. Μου διηγούταν συνεχώς για τον Ιησού, για τα θαύματα που έκανε, πώς την είχε βοηθήσει επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως, για τον παράδεισο, τον ουρανό, τους αγγέλους και προσευχόταν μαζί μου. Ο χρόνος μαζί της κυλούσε πολύ γρήγορα! Ήμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορά που άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Μα πού είσαι πάλι; Έλα γρήγορα»! Οι παππούδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι το γεγονός ότι περνούσα τόσο πολύ χρόνο με αυτή την «ευλαβή θεία». 
Ένα βράδυ, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο φρικτά κουραστικό θα πρέπει να είναι για τον πατέρα Θεό το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί ποτέ. Πάντα θα έπρεπε να αγρυπνά πάνω από τους ανθρώπους και να προσέχει να μην τους συμβεί κανένα κακό. Εγώ Του πρότεινα όλες τις πιθανές λύσεις, όπως π.χ. το να εναλλάσσεται με τον Υιό Του ή με τους αγγέλους. Στο τέλος Του είπα ότι ήθελα τόσο πολύ να Τον βοηθήσω και ότι δε θα με πείραζε καθόλου πού και πού να μένω τις νύχτες ξάγρυπνη, αλλά αυτό πάλι δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Από τη μια ήταν πολύ παιδικό όλο αυτό το σκεπτικό μου, από την άλλη όμως το εννοούσα πραγματικά και ποτέ δεν το ξέχασα, αν και τα επόμενα χρόνια το λησμόνησα. Μετά άρχισαν τα σχολικά μου χρόνια. Ήμουν απασχολημένη με άλλα πράγματα. 
Ναι μεν δεν αμφέβαλλα ποτέ για την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα και τη ζωή μου. Ήταν σαν δύο ξεχωριστά πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όλη η εφηβεία μου ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι πάντα ήθελα να είμαι όπως οι άλλοι(κάτι που ποτέ μου δεν κατάφερα, αφού ήμουν πάντα στο περιθώριο, πράγμα που πρέπει να οφείλεται εν μέρει και στην άχαρη εξωτερική μου εμφάνιση). Δοκίμασα όλα όσα έκαναν και οι άλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ροκ μουσική κλπ. Τότε ήμουν σε μία ομάδα, αλλά τον περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σε μία γωνιά. Έτσι ποτέ δεν ενσωματώθηκα, παρόλο που προσπάθησα πολύ.

Συνεπαρμένη από θείο έρωτα 
Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών έγινε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μου. Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη μουσική, έπαιζα κάποια όργανα και ήθελα αργότερα να σπουδάσω μουσική. 
Κάποιος έδωσε στη μαμά μου δύο εισιτήρια για μία συναυλία. Επρόκειτο για το "Κατά Ματθαίον Πάθη" του Joh. Seb. Bach, που είναι τα πάθη του Χριστού κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Η συναυλία θα λάμβανε χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή. 
Οι προτεστάντες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη θεία λειτουργία τη Μεγάλη εβδομάδα, γι` αυτό συχνά πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «θρησκευτικές συναυλίες» τις οποίες παρακολουθεί κανείς για περισυλλογή και εσωτερική ηρεμία. Η συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Βασικά δεν μπορώ να περιγράψω τι συνέβη μέσα μου. Το άγιο ευαγγέλιο σε συνδυασμό με αυτή τη συναρπαστική μουσική με άγγιξε βαθύτατα και συγκλόνισε την καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στη βιογραφία του πατέρα Σεραφείμ Ρόουζ). Ήμουν συνεπαρμένη και εντυπωσιασμένη από την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέκυψε για εμάς και για τις αμαρτίες μας στο Σταυρό. Αυτή η αγάπη έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα για εμένα και με γέμιζε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω για πόση ώρα καθόμουν μόνη στην εκκλησία και έκλαιγα. Ήξερα μόνο ένα πράγμα, ότι ήθελα να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην καρδιά μου. Αργότερα αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο είπα «Θέλω να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη» και όχι «Θέλω να δώσω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη». Δεν το καταλάβαινα, αλλά φαινόταν να έχει κάποια σημασία. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ζωή μου. Την επόμενη μέρα αγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ένα σταυρό στο δωμάτιό μου και, αντί να πηγαίνω τα βράδια στα καπηλειά, διάβαζα την Αγία Γραφή και προσευχόμουν. Μετά πήρα την απόφαση να σπουδάσω εκκλησιαστική μουσική. Σκεφτόμουν πως, αφού ο Θεός με άγγιξε τόσο με αυτό τον τρόπο και μου χάρισε ένα ταλέντο, τότε θέλω να βοηθήσω να μπορέσουν και άλλοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια εμπειρία. Έγινα μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας της πόλης μας και άρχισα να παρακολουθώ ένα τμήμα της εκκλησιαστικής μουσικής και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Έτσι άλλαξε και το φιλικό μου περιβάλλον. Τα επόμενα τρία χρόνια τα αφιέρωσα τελείως στην εκκλησιαστική μουσική, στις νέες γνωριμίες, στην Αγία Γραφή και παράλληλα και στο σχολείο.

Προτεσταντισμός ή ρωμαιοκαθολική "εκκλησία"
Μία φίλη έπαιζε προσωρινά εκκλησιαστικό όργανο σε μία "καθολική" εκκλησιαστική κοινότητα της πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε να την περιμένω έξω από την εκκλησία για να βγούμε μαζί. Κατά λάθος πήγα μία ώρα νωρίτερα και έτσι αποφάσισα να πάω μαζί της στον εξώστη και να παρακολουθήσω τη θεία λειτουργία «αφ' υψηλού», αντί να περιμένω έξω από την εκκλησία. Κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετική από τη θεία λειτουργία που γνώρισα στην ευαγγελική εκκλησία. Ήταν κάπως πιο υπερβατικά και μου έκανε καλή εντύπωση. Από τότε δεν μπορούσα να ησυχάσω και ήθελα να ανακαλύψω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που με συγκίνησε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επισκεπτόμουν τα βράδια του Σαββάτου τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και παρακολουθούσα την απογευματινή ακολουθία των καθολικών, ενώ τα πρωινά της Κυριακής παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία της ευαγγελικής εκκλησίας. Το πρώτο με έλκυε όλο και περισσότερο. Στην ευαγγελική "εκκλησία" μου έλειπε η υπερβατικότητα, φαινόταν σαν να πρόκειται για ένα ανθρώπινο σχήμα, όπου τους ανθρώπους τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον, δηλαδή ο Θεός. Στη ρωμαιοκαθολική "εκκλησία" ένιωθα κάτι σαν μία υπέρβαση. Τους ανθρώπους τους ένωνε κάτι το οποίο τους υπερβαίνει και είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε ένα σύλλογο ή σε μία κοινότητα με κοινά ενδιαφέροντα. Ιδιαιτέρως μου άρεσε η θεία Ευχαριστία σε αντίθεση με την μετάληψη της ευαγγελικής εκκλησίας, η οποία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Μιλούσα συχνά με τον ιερέα της κοινότητας ο οποίος διακατεχόταν από σύγχρονες απόψεις. Ως προτεστάντισσα είχα φυσικά σοβαρά προβλήματα με τον παπισμό! Αλλά για τον ιερέα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ή καλύτερα να πω ότι ήταν πρόβλημα, αλλά το είχε λύσει με τον τρόπο του, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που το είχε ακούσει και στις διαλέξεις από τον καθηγητή του πανεπιστημίου. (Τα επόμενα χρόνια αφαιρέθηκε από τον καθηγητή του η άδεια διδασκαλίας στη Ρώμη).Ο καθηγητής έλεγε: «Ο πάπας είναι στη Ρώμη και εμείς είμαστε εδώ. Τι γνωρίζει για εμάς; Ας ασχοληθεί εκείνος με την εκκλησία της Ρώμης κι εμείς εδώ με τη δική μας». (Αυτή η άποψη φυσικά κάθε άλλο παρά ρωμαιοκαθολική ήταν και άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο τη δεκαετία του `80.) 
Αυτό που τελικά με ώθησε στο να γίνω ρωμαιοκαθολική ήταν η εμπειρία αυτής της υπέρβασης και προπάντων η ευχαριστία, δηλ. η πίστη ότι κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ο άρτος και ο οίνος πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, ότι δηλαδή όλο αυτό ήταν μία πραγματικότητα και όχι κάτι το συμβολικό. Ένας άλλος λόγος ήταν η λειτουργία , διότι στην ευαγγελική "εκκλησία" δεν υπήρχε λειτουργία υπό αυτή την έννοια. Η θεία λειτουργία αποτελείται μόνο από το ανάγνωσμα της Αγίας Γραφής, ένα μεγάλο κήρυγμα και πολλά τραγούδια και περίπου μία φορά το μήνα από τη λεγόμενη «θεία κοινωνία» αμέσως μετά τη λειτουργία. Τον Οκτώβριο του 1982 έγινα λοιπόν ρωμαιοκαθολική. Αναλογιζόμενη σήμερα τον τρόπο με τον οποίο έγινε όλο αυτό κουνάω το κεφάλι μου, γιατί ήμουν τυφλή. Είχαμε αποφασίσει να γιορτάσουμε με μία "λειτουργία" στο σπίτι (Hausmesse), μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η γιορτή δεν έλαβε χώρα στην εκκλησία, αλλά στο σαλόνι του σπιτιού του ιερέα. Μπορούσα να επιλέξω η ίδια το ανάγνωσμα του ευαγγελίου και, αντί για ένα κήρυγμα, ανταλλάξαμε όλοι μαζί κηρύγματα-σύμφωνα με τα εδάφια του ευαγγελίου που είχαμε επιλέξει-ενώ καθόμασταν στον καναπέ. Αυτό ονομαζόταν λειτουργία του λόγου. Για τη γιορτή της ευχαριστίας καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από την τραπεζαρία η οποία χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ναι μεν έπρεπε να πω μαζί με τους υπόλοιπους το σύμβολο της πίστεως, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να ομολογήσω το εξής: «Πιστεύω και ομολογώ όλα όσα πιστεύει, διδάσκει και διακηρύττει η αγία καθολική εκκλησία ». (Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).
Έτσι λοιπόν έγινα  ρωμαιοκαθολική. Και τώρα; Η εκκλησιαστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαγγελική εκκλησία, στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία όμως είναι δευτερεύουσα. Επιπλέον η εκκλησιαστική μουσική εδώ δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Δημιουργήθηκε με ταχείς διαδικασίες μετά τη Β` σύνοδο του Βατικανού, όταν επιτράπηκε η τέλεση της λειτουργίας στην εκάστοτε γλώσσα της χώρας, και δεν είχε καμία παράδοση. Εκτός από αυτό σκεφτόμουν πως έπρεπε κάπως να δραστηριοποιηθώ σε μία κοινότητα και, επειδή ως γυναίκα δεν μπορούσα να γίνω ιερέας, αποφάσισα να σπουδάσω θεολογία, για να γίνω ιεροκήρυκας. Συνέχιζα να μελετώ πολύ την Αγία Γραφή και πιο πολύ από όλα με άγγιζαν βαθύτατα οι ονομαζόμενες παραβολές. Με άγγιζε κάθε φορά που έλεγε ο Ιησούς στον πλούσιο νεανία: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21).Σε κάποιον άλλον είπε: «Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς »(Ματθ.η.22) ή «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ` άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού»(Λουκ.θ.62). Με άγγιζε και με πονούσε. Ήθελα να κάνω την πίστη μου επάγγελμα και το βασικότερο πράγμα στη ζωή μου. Αλλά με ποιον τρόπο; Μήπως έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου χωρίς μία δραχμή, χωρίς δεύτερο πανωφόρι, χωρίς τίποτα και απλά να αναχωρήσω, έτσι όπως λέει το ευαγγέλιο; Αλλά προς τα πού;

Στην αναζήτηση για το δικό μου μοναστήρι
Πριν από την έναρξη των βασικών σπουδών μου έπρεπε πρώτα να παρακολουθήσω για ένα χρόνο κάποια μαθήματα για την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής γλώσσας της Βίβλου. Αυτό το διάστημα συνέβη πάλι ένα γεγονός, που μου έδειξε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Καθώς ξεφύλλιζα μία μέρα ένα περιοδικό στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για ένα μοναστήρι των Βενεδικτίνων. Αυτό με ενδιέφερε! Ίσως να ήταν αυτή η απάντηση για την υπαρξιακή μου απορία. Ήμουν πεπεισμένη ότι υπήρχαν μοναστήρια μόνο στο μεσαίωνα. Όπως είπα, έμενα σε μία ευαγγελική περιοχή, στην οποία δεν υπήρχαν μοναστήρια. Την επόμενη μέρα πήρα αμέσως τηλέφωνο, για να ρωτήσω, μήπως μπορούσα κάποια στιγμή να τους επισκεφτώ. Η απάντηση ήταν θετική και επί  εβδομάδες χαιρόμουν για τις ερχόμενες διακοπές που θα περνούσα εκεί. Ήμουν βαθύτατα εντυπωσιασμένη με την ησυχία, τις ακολουθίες ωρών-κατά τις οποίες οι αδελφές συγκεντρώνονταν κάθε τρεις ώρες στην εκκλησία-, με τη χειρωνακτική εργασία, τους ίδιους καθημερινούς ρυθμούς, κατά τους οποίους μπορούσε να αναπαυθεί η ψυχή. Παρ' όλο που όλα αυτά μου άρεσαν, κάτι μου έλειπε και εκεί.
Έμαθα ότι υπήρχαν διάφορα τάγματα, με διαφορετικούς κανονισμούς και διαφορετικό πνεύμα. Γνώρισα τις Φραγκισκανές μοναχές, το κάρμελ και μερικά άλλα. Παντού μου άρεσε κάτι, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε, όμως τι; (Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα την έπαιρνα πολλά χρόνια αργότερα). Πάντως είχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ότι σε κάθε περίπτωση ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό και να γίνω μοναχή. Στην προσευχή μου ρωτούσα το Θεό συνεχώς πού με ήθελε, σε ποιο από όλα αυτά τα τάγματα και τις κοινότητες. Κατά την αναζήτησή μου ήλθα σε επαφή και με τη λεγόμενη χαρισματική κοινότητα.
Όμως ένιωθα λίγο άβολα με όλα αυτά. Όλοι έψελναν σε «γλώσσες», κάποιοι μιλούσαν προφητικά, όλα ήταν τελείως συναισθηματικά και για άλλη μια φορά ένιωθα ξένη. Αυτό δεν μπορούσα βέβαια να το εκδηλώσω, διότι αυτό θα σήμαινε ότι δεν ήμουν φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα και ότι κρατούσα την καρδιά μου κλειστή.
Εκείνο το διάστημα έκανα μία επίσκεψη σε μία από τις καινούργιες πνευματικές κοινότητες. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του `80 και αποτελούνταν από άγαμους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι μετά από μία μεγάλη περίοδο δοκιμής (Noviziat) έπαιρναν όρκο και υπόσχονταν ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν όμως και οικογένειες με παιδιά. Τα ζευγάρια υπόσχονταν ακτημοσύνη και συζυγική αγνότητα. Αν το δει κανείς επιφανειακά τίποτα δε με συγκίνησε εκεί κατά την πρώτη μου επίσκεψη, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε στα πλαίσια μιας συνομιλίας ποιοι ήταν οι όροι για την είσοδο στην κοινότητα, οπότε απάντησε ο ιδρυτής και υπεύθυνος της κοινότητας το εξής: «Όροι; Ένας και μοναδικός υπάρχει. Όποιος θέλει να μπει εδώ μέσα, πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο»! Αυτό ήταν! Όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι μου δε γνώριζα περισσότερα από πριν. Μόνο εκείνη η μία πρόταση δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μου.
Εκείνο το καλοκαίρι με προσκάλεσε ένας καλός φίλος στη Γαλλία, σε μία μεγάλη συνάντηση με διάφορες νέες καθολικές πνευματικές κοινότητες. Η ποικιλία, οι ψαλμοί, οι ισραηλινοί παραδοσιακοί χοροί, η ακολουθία των ωρών, η ευχαριστιακή λατρεία στην ησυχία. Αυτά με άγγιζαν και πίστεψα ότι επιτέλους είχα φτάσει στον προορισμό μου. Ήθελα να μπω σε αυτή την κοινότητα και να γίνω μοναχή. Επέστρεψα στη Γερμανία, έδωσα το φθινόπωρο τελικές εξετάσεις για τα θεολογικά μαθήματα που παρακολούθησα και αγόρασα ένα εισιτήριο για τη Γαλλία με τα τελευταία 300 μάρκα που μου είχε δώσει ένας φίλος μου, με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Ο άνθρωπος κάνει σχέδια και ο Θεός ορίζει. Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι όλα τα σπίτια της κοινότητας θα παρέμειναν κλειστά για τους επισκέπτες. Τι φρίκη! Και τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τι κάνω; Δόξα τω Θεώ έγινε τελευταία στιγμή μια αλλαγή. Ένα από τα σπίτια της κοινότητας πρόσφερε για το διάστημα των Χριστουγέννων ένα πρόγραμμα πνευματικών ασκήσεων και παρέμεινε ανοιχτό. Μόλις που έφταναν τα χρήματά μου για αυτό το πράγμα. Μετά από μία εβδομάδα βρισκόμουν πάλι στην ίδια κατάσταση. Όμως μία γυναίκα, η οποία επίσης συμμετείχε στο πρόγραμμα των πνευματικών ασκήσεων, με προσκάλεσε να κάνουμε μαζί μία προσκυνηματική εκδρομή. Αμέσως μετά μου έδωσε λίγα χρήματα και μου πλήρωσε το εισιτήριο του τρένου για το λεγόμενο Mutterhaus (το κυρίως μοναστήρι) σε ένα άλλο μέρος της Γαλλίας. Εκεί πέρασα άλλη μία εβδομάδα και ήμουν όλο προσμονή να μπορέσω επιτέλους να μιλήσω με τον ιδρυτή της κοινότητας και να μου επιτρέψει να εισέλθω σε αυτήν. Έμεινα εκεί για μία εβδομάδα, αλλά στο τέλος αυτής δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο σε εκείνον ότι ο Θεός με προόριζε για εκείνη την κοινότητα. Στη διάρκεια ενός εσπερινού προσευχήθηκε για εμένα και αφού με ακούμπησε με τα χέρια του μου φανέρωσε την εντολή που δέχτηκε: «Οι δικοί μου δρόμοι δεν είναι και δικοί σου. Θα σου δείξω έναν άλλο δρόμο τον οποίο τώρα δεν μπορείς ακόμη να καταλάβεις. Αλλά απαιτώ από εσένα απόλυτη διαθεσιμότητα».
Με αυτά τα λόγια λοιπόν εκδιώχτηκα για άλλη μια φορά. Και τώρα προς τα πού; Ήμουν πραγματικά απογοητευμένη. Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει μία εξήγηση για αυτά τα λόγια ή μία προοπτική. Μα ήθελα μόνο ένα πράγμα: Να ακολουθήσω τον Ιησού Χριστό, να του αφιερώσω τη ζωή μου. Ήταν φρικτό. Εκτός από την απογοήτευσή μου, μου δημιουργήθηκε και μία εσωτερική αμφισβήτηση, ότι δηλ. ο Θεός είτε δε με ήθελε είτε εγώ ήμουν τόσο χαζή, ώστε να μην μπορώ να βρω τη θέση μου, ή καλύτερα τη θέση στην οποία Εκείνος με προόριζε. Πάλι με λυπήθηκε κάποιος και μου έδωσε τα χρήματα για την επιστροφή μου στο σπίτι. Είχα φύγει από το σπίτι με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ και τώρα, λίγες εβδομάδες αργότερα, βρισκόμουν πάλι εντελώς απροειδοποίητα μπροστά από το σπίτι των γονιών μου (πριν από αυτό είχα κάνει για μία εβδομάδα μία ενδιάμεση στάση σε ένα μοναστήρι στη Γαλλία, για να σιωπήσω και να ηρεμήσει η ψυχή μου. Το πρώτο το κατάφερα, το δεύτερο όχι). Οι γονείς μου φυσικά χάρηκαν που ξαναγύρισα, όμως εγώ ήμουν τελείως αποπροσανατολισμένη. Τις επόμενες δύο εβδομάδες τις πέρασα ζώντας σχεδόν αποκλειστικά στην αφάνεια και προσευχόμενη στο δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα αντηχούσε μέσα μου συνεχώς εκείνη η πρόταση: Όποιος θέλει να μπει εδώ πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Από τη μια δε με προσέλκυε τίποτα εκεί, η ακτημοσύνη, οι περίεργες γενειοφόρες μορφές με τα παλιά ράσα, καθόλου ρεύμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ιδιωτικό χώρο και πολλά άλλα. Όμως εκείνη η πρόταση δε με άφηνε πια σε ησυχία. Όλο αυτό ήταν βασικά αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα μέσα μου από τότε που προσηλυτίστηκα, αυτή η πλήρης αφιέρωση στο Χριστό, χωρίς να ψάχνει κανείς τίποτα πια για τον εαυτό του, να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Λοιπόν, ήθελα να το διακινδυνεύσω. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, αποφάσισα αμέσως να τηλεφωνήσω και να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω για το Σαββατοκύριακο. Αν η απάντηση ήταν αρνητική, τότε θα έκλεινα αυτό το κεφάλαιο και δε θα το ξανάνοιγα ποτέ(κρυφά μέσα μου το ήλπιζα αυτό κατά κάποιο τρόπο). Η απάντηση ήταν θετική. Εντάξει λοιπόν. Την επόμενη μέρα πήγα εκεί και αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Τα εξωτερικά πράγματα δε με απωθούσαν πια τόσο πολύ και είχα μία μεγάλη συζήτηση με τον ιδρυτή που αφορούσε την εσωτερική μου αναζήτηση και τους περασμένους μήνες. Μου πρότεινε να παραμείνω στην κοινότητα για τέσσερις μήνες, μέχρι τις 15 Αυγούστου, για να μπορέσω με ηρεμία και προσευχή να ρωτήσω το Θεό για τον προορισμό μου.
Μετά από τρεις εβδομάδες είχα την εντύπωση ότι εκεί βρήκα τη θέση μου. Πιο πολύ από όλα αγαπούσα την ησυχία και τη νοερά προσευχή, αλλά μάθαινα να αγαπώ όλο και περισσότερο και την απλότητα και την αμεσότητα της ζωής και δεν ήθελα να την ανταλλάξω με μία άνετη ζωή. Εδώ έμαθα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και από μία εντελώς διαφορετική πλευρά. Αν και είχα γίνει καθολική σε ένα δήμο, ο οποίος διακατεχόταν από ακραίο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σε μία κοινότητα, όπου την αγάπη για τον πάπα και την υπακοή σε αυτόν την έγραφαν με κεφαλαία γράμματα. Ακολουθούσε κανείς με ζήλο και κατευθυνόταν σύμφωνα με ό,τι έλεγε και έπραττε εκείνος. Αυτό μου φαινόταν αρκετά δύσκολο και ένιωθα πάντα σαν μία ανυπότακτη, που συμμετείχε σε όλα αυτά με το ζόρι. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει αυτή η τοποθέτησή μου στο θέμα αυτό.
Ένα χρόνο αργότερα άρχισε για μένα η περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ένα χρόνο μετά από αυτό, έδωσα τις πρώτες υποσχέσεις για τρία χρόνια. Μετά ακολούθησαν και οι ονομαζόμενες προσωρινές υποσχέσεις (για ορισμένο χρονικό διάστημα) και οι υποσχέσεις αφιερώσεως για όλη μου τη ζωή. Ωστόσο βρισκόμουν σε μεγάλη ψυχική κρίση και ήμουν αμφιταλαντευόμενη, γεμάτη αβεβαιότητα. Σκέφτηκα ότι όλα αυτά είναι εσωτερικές αμφιβολίες, κακές σκέψεις και συναισθήματα που δεν πρέπει να επιτρέψει κανείς και έτσι έκρυψα εσωτερικά όλο αυτό το «ψυχικό χάος» και έδωσα τις υποσχέσεις. Η ανεμοθύελλα κόπασε κάπως, αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω πραγματικά. Αυτό μπορεί να ήταν και συμπτωματικό για την πορεία μου. Όπως ήδη ανέφερα, με έλκυαν στα διάφορα τάγματα και στις κοινότητες πολλά πράγματα, όμως πάντα κάτι, το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα να ονομάσω, μου έλειπε. Σε αυτήν την κοινότητα ήταν όλα πιο εκλεπτυσμένα, ναι μεν δε μου έλειπε τίποτε πια, αλλά την πραγματική εσωτερική ηρεμία δεν τη βρήκα ούτε εδώ και δεν ένιωθα ότι έφτασα στον προορισμό μου. Εκείνους τους λογισμούς και την ακαθόριστη νοσταλγία που έβγαιναν συνεχώς από μέσα μου, εγώ πίστευα ότι έπρεπε να πολεμήσω με πνευματικό αγώνα και ότι είναι εκ του πονηρού και για αυτό το λόγο δε θα έπρεπε να επιτρέψω σε καμία περίπτωση τέτοιους λογισμούς και συναισθήματα. Σκεφτόμουν ότι την πραγματική ειρήνη και το συναίσθημα μπορεί κανείς να τα πετύχει μόνο στον τελικό προορισμό του, δηλαδή να τα βιώσει μόνο στον ουρανό. Επίσης σκεφτόμουν ότι  ο καθένας σε αυτήν τη ζωή είναι καθοδόν και ότι στην επίγεια ζωή μένει πάντα μία εσωτερική ανησυχία και μια σιωπηρή θλίψη.
Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα εγκατέλειπα ποτέ αυτήν την κοινότητα. Με εξαίρεση κάποιες κρίσεις, τις οποίες όμως ο καθένας που ακολουθεί αυτό το δρόμο σίγουρα θα βιώνει, ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη εκεί. Αγαπούσα τον πνευματικό μου, τον ιδρυτή της κοινότητας και τις αδελφές. Επίσης τις διάφορες διακονίες που μου ανέθεταν τις έκανα ευχαρίστως. Για να μην παρεξηγηθώ: Ακόμη και σήμερα δεν τους απεχθάνομαι. Εκτιμώ την καλή θέλησή τους, το ζήλο, την προθυμία για την πλήρη αφιέρωσή τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα, για τα οποία ακόμη και σήμερα τους είμαι ευγνώμων. Παρ` όλα αυτά εγκατέλειψα την κοινότητα μετά από 21 χρόνια. Γιατί;
Ενώ στην αρχή διακατεχόμουν από μοντερνισμό, οι εξελίξεις στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία με έβαλαν με την πάροδο του χρόνου σε όλο και περισσότερες σκέψεις: όλες οι πιθανές θεωρίες, τα νέα θεολογικά ρεύματα, τα οποία υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί όλο και βαθύτερα στην αλήθεια, οι πολλές αποχωρήσεις από την εκκλησία, η έλλειψη ιερέων και η έλλειψη νέων μοναχών. Επειδή οι έφηβοι δεν πήγαιναν πια στην εκκλησία, προσπαθούσαν να το αποτρέψουν με το να πειραματίζονται με διάφορους τρόπους για να τους ξανακερδίσουν: Ροκ μουσική στη λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες όπου οι έφηβοι πήγαιναν με Skateboard και πατίνια στην εκκλησία και άλλα παρόμοια. Είχα την εντύπωση πως καθετί ιερό πουλιόταν και προσαρμοζόταν, μόνο και μόνο για να το παρουσιάσουν στους ανθρώπους με τον πιο ελκυστικό τρόπο. Έπεφτα σε όλο και μεγαλύτερο δίλημμα. Από τη μια γινόμουν όλο και πιο συντηρητική, διότι ήμουν πεπεισμένη πως οτιδήποτε ιερό οφείλει κανείς να το διατηρήσει ιερό. Από την άλλη η κοινότητά μας ήταν οικουμενική.
Εμπνευσμένοι από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β`, ο οποίος άρχισε να προσεύχεται μαζί με τους εκπροσώπους των διφορων θρησκειών, γράφτηκε και στη δική μας κοινότητα ο διάλογος με τις θρησκείες με κεφαλαία γράμματα. Ήμασταν ανοιχτοί σε άλλα θρησκεύματα, σε άλλες θρησκείες και πνευματικά ρεύματα -φυσικά με την ελπίδα να τους προσηλυτίσουμε στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένας τρόπος έκφρασης αυτών ήταν η μουσική. Για παράδειγμα διαλογιζόμασταν με ειδικούς ψαλμούς που έμοιαζαν με το ινδουιστικό μάντρα (ινδουιστική προσευχή), μόνο που λέγαμε π.χ. το όνομα «Jeschuah» για να έρθουμε σε εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία. Κατά την ώρα των προσευχών μας ενσωματώσαμε όμως και ορθόδοξα στοιχεία, έτσι ψέλναμε π.χ. το Σάββατο βράδυ αποσπάσματα του ορθόδοξου εσπερινού σε γερμανική γλώσσα με ρωσικές μελωδίες και άλλους ορθόδοξους ψαλμούς.

Ένα από τα κύρια καθήκοντά μου στην κοινότητα ήταν η λειτουργία.

Η συνάντηση με την ορθοδοξία - ο δρόμος για το σπίτι
Το 2005 η κοινότητα γιόρτασε τα 25 χρόνια της ύπαρξής της. Με αυτή την αφορμή επιτρεπόταν σε όλα τα μέλη της κοινότητας, που δεν είχαν πάει ακόμη στα Ιεροσόλυμα, να κάνουν μία προσκυνηματική εκδρομή. Φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα τρεις εβδομάδες πριν από το ορθόδοξο Πάσχα. Μια που ο διάλογος αποτελούσε ένα σημαντικό στοιχείο στην κοινότητά μας, συμμετείχαμε και σε λειτουργίες διάφορων θρησκευμάτων. Πήγαμε στην αρμένικη εκκλησία, στους κόπτες, στους Φραγκισκανούς, στις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο μοναστήρι της Μαγδαληνής στο Όρος των Ελαιών και στην ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Η ποικιλία των θρησκευμάτων στα Ιεροσόλυμα ήταν εντυπωσιακή και παντού μπορούσε κανείς να ανακαλύψει κάτι.
Την πρώτη ελληνορθόδοξη λειτουργία τη βίωσα το Πάσχα στο Ναό της Αναστάσεως. Αυτό ήταν το καθοριστικό βίωμα. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς βίωσα εκεί. Νόμιζα ότι ήμουν στον ουρανό ή ότι ο ουρανός είχε κατέβει κάτω στη γη. Τότε δε γνώριζα ακόμη τι είναι το Χερουβικόν, όμως όταν το άκουσα για πρώτη φορά, ένιωσα μία τόσο βαθιά αυτοσυγκέντρωση και σκέφτηκα πως αυτή τη στιγμή οι άγγελοι ψέλνουν μαζί με τους ανθρώπους (αργότερα έμαθα ότι το ίδιο ένιωσαν και οι δύο πρεσβευτές του Ρώσου τσάρου, όταν βίωσαν για πρώτη φορά τη λειτουργία στην Κωνσταντινούπολη). Το βαθύτερο βίωμα ήταν μία εσωτερική γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αυτή σαν να ήταν η απάντηση στην εσωτερική μου ανησυχία. Αυτό ήταν που μου έλειπε ακόμη. Όπως είπα προηγουμένως, ήταν ένα εσωτερικό βίωμα. Τότε δε γνώριζα ακόμη πολλά για την ιστορία της εκκλησίας, το Filioque, το σχίσμα κλπ.
Αυτή τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα και δεν ήθελα ακόμη να έρθω σε ρήξη με τον ιδρυτή της κοινότητάς μας. Πρώτα ήθελα να γνωρίσω την ορθόδοξη εκκλησία πιο βαθιά. Αυτό αρχικά θα μπορούσε να συμβεί μόνο στη λειτουργία. Ποια θα ήταν όμως η συνέχεια; Μετά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος θα έπρεπε όλοι να αναχωρήσουμε. Και μετά...

Δόξα τω Θεώ όρισε το δρόμο μου η θεία πρόνοια!
Όπως ανέφερα προηγουμένως, το δικό μου καθήκον ήταν η λειτουργία. Έτσι στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος πήρα από τον ιδρυτή της κοινότητας την εντολή να παραμείνω, μαζί με μία άλλη αδελφή, για ένα χρόνο στα Ιεροσόλυμα και να μελετήσουμε τις διάφορες λειτουργίες. Έπρεπε να κινηθώ όπως οι μέλισσες και να μαζέψω το μέλι, δηλ. έπρεπε κάθε Κυριακή να επισκέπτομαι μία διαφορετική λειτουργία, να μαθαίνω ψαλμούς, να γράφω νότες και να βλέπω τι από αυτά θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε στη δική μας λειτουργία. Ήταν ένα καθήκον για την ένωση των εκκλησιών. Έτσι επισκεπτόμουν εναλλάξ τους Αρμένιους, τις ρωσο-ορθόδοξες αδελφές στο Όρος των Ελαιών και την ελληνορθόδοξη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως. Εκτός από αυτά έπρεπε μία φορά την εβδομάδα να τελούμε τη θεία λειτουργία σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και με τη συνοδεία ενός καθολικού ιερέα, με σκοπό να προσευχηθούμε για την ενότητα.
Κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου των λειτουργιών περίμενα πάντα την επόμενη ελληνική λειτουργία. Δόξα το Θεό ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα ένας νεαρός ορθόδοξος διάκονος φρουρός στο Γολγοθά, ο οποίος μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και ήταν πολύ ανοιχτός. Μπορούσα να του κάνω ερωτήσεις σχετικά με τη λειτουργία, να μάθω μερικούς ψαλμούς και να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με τις διαφορές της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πραγματικά του χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μου με ατέλειωτη υπομονή και προπάντων δεν με επηρέασε ποτέ, πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Διότι αργότερα, στην αντιπαράθεση με τη «δική» μου κοινότητα, μου έλεγαν συνεχώς ότι με επηρέασαν οι ορθόδοξοι. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο! Από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά πιέστηκα, προσπαθούσαν διαρκώς να με πείσουν ότι εδώ ήταν η πληρότητα της αλήθειας, ότι δεν μπορούσε κανείς να παραμελήσει την υπεροχή του πάπα κλπ. Από την ορθόδοξη πλευρά έπαιρνα μόνο απαντήσεις στις ερωτήσεις μου και πληροφορίες. Φυσικά όλοι ομολογούσαν ότι ήταν πεπεισμένοι πως η ορθόδοξη εκκλησία είναι η πραγματική εκκλησία του Χριστού, αλλά ποτέ κανείς δε με πίεσε να γίνω ορθόδοξη! *
Έτσι πέρασαν οι τρεις πρώτοι μήνες με τις λειτουργίες, τη μελέτη και τις ανταλλαγές απόψεων. Ήταν μία όμορφη, εντατική αλλά και πολύ δύσκολη περίοδος για μένα, διότι δεν έπρεπε να φανερώσω ότι μέσα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο η έλξη προς την ορθοδοξία, διαφορετικά σίγουρα θα απαιτούσαν να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία! Μετά από αυτούς τους τρεις μήνες παρουσιάστηκε και ένα άλλο πρόβλημα. Οι βίζες μας είχαν λήξει και έπρεπε είτε να τις ανανεώσουμε είτε να επιστρέψουμε στη Γερμανία και να ξαναέρθουμε. Το τελευταίο το φοβόμουν πολύ, διότι ήμουν σίγουρη ότι ο πνευματικός μου θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Ένας γνωστός ορθόδοξος ιερέας με συμβούλεψε να απευθυνθώ σε έναν ορθόδοξο επίσκοπο, μήπως μπορούσε εκείνος να με βοηθήσει στην υπόθεση με τη βίζα. Πήγα και τον βρήκα, του εξήγησα τα πάντα, του διηγήθηκα επίσης και για το βίωμά μου σε εκείνη τη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως το Πάσχα και ότι αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο μήπως έπρεπε να γίνω ορθόδοξη. Εάν όμως έπρεπε να επιστρέψω στη Γερμανία, τότε αυτό θα σήμαινε «το τέλος» για μένα.
Ο επίσκοπος μου έδωσε τη σοφή συμβουλή να ομολογήσω την αλήθεια στον πνευματικό μου και ιδρυτή της κοινότητας και να παρακαλέσω να απαλλαγώ για ένα έτος από την κοινότητα με σκοπό να διαβάζω, να μελετώ, να επισκέπτομαι τη λειτουργία, να γνωρίσω την ομορφιά και το βάθος της ορθοδοξίας, αλλά όμως και τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, ώστε να μπορέσω μετά από αυτό το έτος να πάρω μία ώριμη απόφαση. Μου άρεσε αυτή η συμβουλή και έτσι έγραψα ένα γράμμα στον πνευματικό μου για να τον παρακαλέσω για αυτή την απαλλαγή. Του έγραψα ξεκάθαρα ότι δεν ήθελα να πάρω την απόφαση από μία πρώτη εντύπωση αγάπης και ενθουσιασμού, αλλά ότι χρειαζόμουν το χρόνο για τη μελέτη και την εξέταση. Αυτό το αίτημά μου απορρίφθηκε με άκρα αποφασιστικότητα.
«...Το να τίθεται το θέμα της μεταστροφής μου μετά από μία τετράμηνη παραμονή, υποδεικνύει περισσότερο την ελλιπή σταθερότητα καθολικών πεποιθήσεων παρά την καθοδήγηση του Θεού. Από καθολικής απόψεως δε γίνεται αποδεκτή η απόδειξη ότι η ορθόδοξη εκκλησία αντιπροσωπεύει περισσότερο την αλήθεια του Θεού από την καθολική εκκλησία. Εκτός από αυτό μου τόνισαν ότι στάλθηκα με μία αποστολή στα Ιεροσόλυμα και για αυτό και μόνο το λόγο δε θα μπορούσα να απαλλαγώ, για να εξετάσω ένα δικό μου θέμα.


Παρακάτω ένα ακόμη απόσπασμα από την απαντητική μου επιστολή:

«...Δεν μπορώ πια να επιστρέψω! Πρόκειται για ένα θέμα συνείδησης το οποίο πρέπει και θέλω να θέσω ενώπιον όλων. Τις μέρες που πέρασαν διάβασα το γράμμα σου πραγματικά πολλές φορές και το μελέτησα προσευχόμενη και αυτό που μου έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο είναι ότι «βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά». Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει πια επιστροφή για μένα. Αυτό δε σημαίνει ότι έχω ήδη αποφασίσει να αλλαξοπιστήσω».
«...Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να με απαλλάξεις από την κοινότητα έτσι ώστε να εξετάσω το θέμα της μεταστροφής μου ως λαϊκή. Ό,τι αφορά την ορθοδοξία μου είχες γράψει ότι «πρέπει κανείς να βιώνει μία αγάπη και όχι να την εκμαιεύει». Δεν θα ήθελα να την εκμαιεύσω, θα ήθελα να της παραδοθώ ολοκληρωτικά. Η ορθοδοξία είναι για μένα ένας ολόκληρος κόσμος, μέσα στον οποίο θα ήθελα να εισχωρήσω ολοκληρωτικά, εάν αυτό είναι αληθές. Εν τω μεταξύ δεν αρμόζει σε μένα πια να αποσπώ μεμονωμένα λιθαράκια και να τα εμφυτεύω στο καθολικό πνεύμα και στην καθολική λειτουργία».
Σε μία άλλη απαντητική επιστολή μου δόθηκε η εντολή να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση επιτόπου. Αυτό βασικά δεν το ήθελα, γιατί φοβόμουν τη δική μου αδυναμία, μήπως και επηρεαζόμουν πάλι και έκανα πίσω. Δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα να ανανεωθεί η βίζα και παράλληλα με αυτό έμαθα ότι ο πνευματικός μου είχε κλείσει ήδη μία θέση, για να έρθει στα Ιεροσόλυμα και να μιλήσει μαζί μου, σε περίπτωση που δε θα πήγαινα στη Γερμανία.
Έτσι επέστρεψα, λοιπόν, στη Γερμανία στη «δική μου» κοινότητα και έκανα περισσότερες συζητήσεις με τον πνευματικό μου. Σε μία από αυτές τις συζητήσεις μου υπέδειξε ότι έπρεπε ,ως καθολική, να εξετάσω την απορία μου για το αν η ορθόδοξη εκκλησία είναι η αληθινή εκκλησία του Χριστού και ότι «δε θα μπορούσα να βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά, δηλαδή να είμαι ήδη ορθόδοξη» και να εξετάσω από εκεί εάν η καθολική εκκλησία είναι η αληθινή. Αυτό θα ήταν παράνομο. Ως καθολική θα έπρεπε να το εξετάσω από την καθολική πλευρά. Αυτό με έπεισε κατά κάποιον τρόπο, όπως επίσης και η διαβεβαίωση του πνευματικού μου ότι με τη λήξη του έτους και της αποστολής μου θα μπορούσα να εξετάσω το θέμα της ορθοδοξίας. Έτσι επέστρεψα στην υπακοή και στην πνευματική καθοδήγησή του. Ωστόσο ομολογώ ότι ήδη μία ώρα αργότερα στεκόμουν με κλάματα και επαναλάμβανα συνεχώς το εξής: «Τώρα έχασα τα πάντα»! Ο πνευματικός μου, μου επιβεβαίωνε συνεχώς ότι δεν είχα χάσει τίποτε, ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέμα που με απασχολούσε, αλλά όχι τώρα. Μια που είχα επιστρέψει στην υπακοή και την πνευματική καθοδήγηση, με έστειλαν μετά από τρεις εβδομάδες ξανά πίσω στα Ιεροσόλυμα, για να συνεχίσω την αποστολή μου μέχρι την Πεντηκοστή. Τις πρώτες τρεις εβδομάδες πήγαν όλα καλά, ήμουν αποφασισμένη να εκπληρώσω την αποστολή μου και προπάντων να εξετάσω το θέμα της ορθόδοξης εκκλησίας ως καθολική -αργότερα. Όμως η καρδιά μου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω! Μεταφορικά ένιωθα σαν έγκυος, το παιδί ήθελε να γεννηθεί -και εγώ έπρεπε αυτό να το παραμερίσω εντελώς. Αυτό για μένα έμοιαζε από θρησκευτικής απόψεως με έκτρωση! Αν είχα τουλάχιστον την άδεια να μπορώ να διαβάζω ή να ανταλλάσσω απόψεις. Όμως όλα αυτά μου τα αρνήθηκαν, το μόνο που μου επιτρεπόταν ήταν μία φορά το μήνα να παρακολουθώ τη λειτουργία. Μετά από μερικές εβδομάδες είχα γίνει μέσα μου εντελώς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στον Άγιο Γολγοθά και δεν ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω. Ένας ορθόδοξος μοναχός μου είπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «απλά ακολούθησε τη φωνή της καρδιά σου»). Βασικά η καρδιά μου ήταν ήδη ορθόδοξη.
Τα Χριστούγεννα έπρεπε πάλι να επιστρέψω εξαιτίας της βίζας στη Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν ήδη «στην άλλη πλευρά», αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα να φανερώσω τα συναισθήματά μου, διότι διαφορετικά δε θα υπήρχε επιστροφή στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο σε μία συζήτηση που είχα με τον πνευματικό μου, του είπα ότι ανυπομονώ να εξετάσω επιτέλους το θέμα της μεταστροφής μου. Έμεινε έκπληκτος και ομολόγησε ότι πίστευε βασικά, πως αυτό το θέμα δε θα ήταν πια επίκαιρο για μένα και ότι με την πάροδο του χρόνου θα ήταν περιττό. Μετά ανακοίνωσε επίσημα σε όλη την κοινότητα ότι σκόπευα ακόμη να εξετάσω αυτό το θέμα.

Επέστρεψα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα. Ήταν μία φρικτή περίοδος για μένα!
Μέσα μου ένιωθα ένα ράκος και ήμουν σε δίλημμα. Από τη μια μου έλεγε η καρδιά και η συνείδησή μου ότι η πληρότητα της αλήθειας βρίσκεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και ότι εκείνη είναι η πραγματική Εκκλησία. Δεν ήταν μόνο εκείνο το πρώτο βίωμα. Εδώ ό,τι ήταν ιερό, το διατηρούσαν ακόμη ιερό, η λειτουργία ήταν κατευθυνόμενη προς το Θεό και δεν πουλιόταν στους ανθρώπους ούτε τους την παρουσίαζαν με ελκυστικό τρόπο, ήταν πάντοτε η ίδια, έτσι όπως μας τη δίδαξαν οι πατέρες μας. Η πίστη διατηρούταν, έτσι όπως μας την παρέδωσαν οι πατέρες και όπως κατατέθηκε στις επτά πρώτες συνόδους. Όχι συνεχώς νέες θεολογικές θεωρίες και λειτουργικά πειράματα. Εδώ βρισκόταν η πληρότητα της αλήθειας και η μία και γνήσια εκκλησία του Χριστού. Αυτή η βεβαιότητα μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου, μετά από τις πολλές συζητήσεις με το διάκονο και με μερικούς άλλους μοναχούς και μέσα από την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας. Από την άλλη ένιωθα δεσμευμένη με την υπακοή, δηλαδή να μην εξετάσω τώρα αυτό το θέμα (το οποίο δεν υφίστατο πλέον ως θέμα) και να μην ανταλλάξω απόψεις με κανέναν από τα μέλη της ορθόδοξης εκκλησίας. Προς τα πού να στρέψω λοιπόν αυτήν την εσωτερική ανάγκη;!
Ο Θεός μου έστειλε και πάλι έναν βοηθό. Ήταν ένας φίλος, ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και διάκονος, του οποίου την αγάπη για την ορθοδοξία εγώ γνώριζα. Όταν του φανέρωσα την εσωτερική μου διαμάχη ανάμεσα στη συνείδηση και την πνευματική υπακοή, μου απάντησε: «Είναι ρωμαιοκαθολικό δόγμα το να βρίσκεται η προσωπική συνείδηση πάνω από την υπακοή στα θέματα της πίστης και της εκκλησίας». Αυτό ήταν σαν μία λύτρωση για μένα! Η απόφασή μου είχε ληφθεί. Την επόμενη μέρα πήγα και βρήκα τον Πατριάρχη, του διηγήθηκα την ιστορία μου και του φανέρωσα την επιθυμία μου να γίνω ορθόδοξη. Πήρε το σκοπό μου στα σοβαρά και με παρέπεμψε σε έναν μοναχό, ο οποίος θα μου έκανε κατήχηση. Αυτό συνέβη μία εβδομάδα πριν από την αρχή της νηστείας, δηλ. περίπου ένα χρόνο μετά την άφιξή μου στα Ιεροσόλυμα.
Σε ένα επόμενο γράμμα μου ανακοίνωσα την απόφασή μου στον πνευματικό μου και στην κοινότητα. Φυσικά δεν την αποδέχτηκαν. Ο πνευματικός μου απαίτησε να επιστρέψω άμεσα στην τέλεια υπακοή-μια που δε θα επρόκειτο για ένα θέμα συνείδησης-, να μην επιχειρήσω περαιτέρω βήματα και από αυτή τη στιγμή να διακόψω αμέσως κάθε επαφή και κατήχηση που προέρχεται από την ορθόδοξη πλευρά, μέχρι να έρθει ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο αυτή τη φορά είχα πάρει την απόφασή μου, που ήταν οριστική και δεν ήθελα να την επανεξετάσω. Έγραψα ένα τελευταίο γράμμα στον πνευματικό μου και εγκατέλειψα την κοινότητα λίγες μέρες πριν από την άφιξή του. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα διάθεση να έρθω σε έναν ακόμη διαξιφισμό με τον πνευματικό μου ούτε έβλεπα και κάποια προοπτική σε αυτό: Η κοινότητα ήθελε να υπηρετεί την οικουμένη -εγώ δεν έβλεπα καμία προοπτική για την ένωση των λεγομένων «αδελφών εκκλησιών». Ή ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ "ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Όλα τα άλλα αποτελούν ένα τεχνητό, ανθρώπινο σχήμα. Πόσο λυτρωτικό είναι να συμμετέχει κανείς σε μία ορθόδοξη λειτουργία και να γνωρίζει ότι είναι αμετάβλητη και όχι όπως στην καθολική λειτουργία, να πρέπει να φοβάται με ποιο πράγμα θα βρίσκεται πάλι αντιμέτωπος αυτή τη φορά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πολλοί ορθόδοξοι άνθρωποι δε γνωρίζουν καν πόσος πνευματικός πλούτος και τι θησαυρός τους έχει δοθεί, πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε για αυτό στο Θεό και πόσο υπεύθυνοι πρέπει να νιώθουμε στο να τον διαφυλάξουμε!

Εγκατέλειψα λοιπόν την κοινότητα. Και τώρα; Ούτε χρήματα ούτε σπίτι. Πού να πάω; Ήταν καταπληκτικό το πόση βοήθεια έλαβα, τόσο από πνευματικής όσο και από οικονομικής απόψεως. Μια που η βίζα μου είχε λήξει για άλλη μια φορά, μου πρότειναν να πάω για τρεις εβδομάδες σε ένα μεγάλο μοναστήρι στην Ελλάδα, για να γνωρίσω από κοντά τη μοναστική ζωή και μετά να επιστρέψω πάλι. Όταν επέστρεψα μία εβδομάδα μετά το Πάσχα δεν είχε βρεθεί δυστυχώς ακόμη ένα σπίτι για μένα στα Ιεροσόλυμα. Μου δόθηκε μία ευκαιρία στο μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου στην έρημο του Ιορδάνη. Εκεί όμως δεν ήθελα να πάω σε καμία περίπτωση! Ήθελα να παραμείνω στα Ιεροσόλυμα, τώρα που επιτέλους ήμουν ελεύθερη και μπορούσα να ανταλλάξω απόψεις με όποιον ήθελα! Ευτυχώς τελικά συμφώνησα, αλλά όμως μόνο για μία εβδομάδα, μέχρι να μου έβρισκαν σπίτι στα Ιεροσόλυμα. Μετά από μία εβδομάδα μου άρεσε εκεί στην έρημο τόσο πολύ, που παρακάλεσα να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Μου το ενέκριναν. Μετά την αποχώρησή μου από την κοινότητα υπέφερα τις νύχτες από φρικτούς εφιάλτες. Στα όνειρά μου βρισκόμουν πάντα αντιμέτωπη με την κοινότητα. Με προειδοποίησαν για το τι θα πάθαινα, εάν εγκατέλειπα την κοινότητα και "αλλαξοπιστούσα". Αυτά τα λόγια με παρακολουθούσαν σαν σκοτεινές προφητείες συνήθως τις νύχτες, έτσι ώστε να ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και με κλάματα. Μετά από αυτήν την πνευματική σφαγή το μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου υπήρξε για μένα ο πρώτος τόπος, στον οποίο η ψυχή μου βρήκε ηρεμία και ειρήνη. Μετά από άλλη μία εβδομάδα, με βαριά καρδιά έκανα τη σκέψη να εγκαταλείψω πάλι αυτόν τον τόπο και έτσι παρακάλεσα να μου επιτραπεί να μείνω άλλη μία εβδομάδα. Πάνω σε αυτό ο Γέροντας Χρυσόστομος, ο ηγούμενος, μου είπε ότι μπορούσα να μείνω όσο ήθελα. Εγκάρδια επιθυμία μου και παράκλησή μου ήταν να βαπτιστώ και ο Γέροντας Χρυσόστομος δέχτηκε αυτή την επιθυμία μου με ευχαρίστηση. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου με βάφτισε και μου έδωσε το όνομα Ματθαία, κατά τον απόστολο και ευαγγελιστή Ματθαίο (βασικά ήθελε να με βαφτίσει στο όνομα Μαριάμ, αλλά λίγο πριν τη βάπτιση, άκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνή να του λέει: «όχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετά τη βάφτιση με ρώτησε ο Γέροντας, εάν είχε κάποια σημασία για μένα ο Άγιος Ματθαίος και εγώ του διηγήθηκα για το βίωμά μου εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν άκουσα το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και είπα ότι θέλω να γίνω μία απάντηση στην αγάπη του Χριστού.
Τη νύχτα την πέρασα προσευχόμενη στην εκκλησία και την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έλαβα τη Μοναχική Κουρά από τον Γέροντα. Αυτές οι δύο μέρες ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. «Επιτέλους έφτασες στο σπίτι σου».
Αυτό το μοναστήρι έγινε η πατρίδα μου. Και στο εξής, ναι μεν διατελώ το διακόνημά μου στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, αλλά επιστρέφω εδώ κάθε Σαββατοκύριακο.
Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία χρόνια και όπως τότε έτσι και τώρα, ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα, που με οδήγησε στην Εκκλησία Του και μου χάρισε την ευλογία της Βαπτίσεως.

*Σημ. ιστοσελίδος: Το καταπληκτικό αυτό κείμενο με την ζωντάνια που το χαρακτηρίζει ως προσωπική μαρτυρία θίγει θέματα ζωτικής σημασίας για τον εκκλησιαστικό βίο. Στο σημείο αυτό θεωρήσαμε καλό όχι να παρέμβουμε αλλά απλώς να τονίσουμε το τόσο πολυσυζητημένο θέμα των διαχριστιανικών διαλόγων που εν τη πράξει λαμβάνει απάντηση εδώ. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την καθαρά παραδοσιακή ορθόδοξη στάση των πατέρων στους οποίους απευθύνθηκε "η διψώσα τον Χριστό ψυχή". Δίδουν απαντήσεις σε όλα της τα ερωτήματα χωρίς να αγωνίζονται να την πείσουν ή να την πιέσουν σε κάτι. Συγχρόνως όμως ομολογούν μετά παρρησίας την πίστη τους πως η Ορθόδοξη είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Αυτό γίνεται αντιληπτό από την ετερόδοξο και παίζει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική της πορεία. Οι διάλογοι δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται από αγάπη αλλά από Την Αγάπη και αυτή η Αγάπη- ο Χριστός δηλαδή- είναι συγχρόνως Αλήθεια και Ελευθερία. Οι Οικουμενιστές εκθρόνισαν την Αγάπη και Την αντικατέστησαν με κούφιες αγαπολογίες, εσπερίστικες αβρότητες, επικοινωνιακά triks κλπ., όλα της αντίπερα όχθης. Ποιο όμως το αποτέλεσμα; ΜΗΔΕΝ ... και υπό το μηδέν... Μην περνάμε για αφελείς όσους είναι εκτός της Εκκλησίας. Είναι και αυτοί παιδιά του Θεού και Τον ποθούνε ίσως πιο ειλικρινά από εμάς, ας μην τους εκδιώκουμε!


Παγκόσμιος σάλος από τον ραβίνο που αποκάλυψε ότι αληθινός μεσσίας είναι ο Ιησούς Χριστός! 

 

μεταφ. trelogiannis.blogspot.com


Ο υπέργηρος Ραβίνος Γιτζάκ Καντούρι, με φήμη “αγίου” για τους Ισραηλίτες, που πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2006 σε ηλικία 111 ετών και στην κηδεία του μαζεύτηκαν πάνω από 200.000 Εβραίοι, λίγο πριν πεθάνει, ειδοποίησε τους μαθητές του ότι του φανερώθηκε σε όραμα ο Μεσσίας! Έτσι άφησε ιδιόχειρο σημείωμα αποκαλύπτοντας το όνομά του Μεσσία, με την εντολή να ανοιχτεί ένα χρόνο μετά το θάνατό του! Πράγματι το 2007, ανοίχτηκε το σημείωμα, όπου αναγραφόταν: “Σχετικά με τη συντομογραφία του ονόματος του Μεσσία, Αυτός θα σηκώσει το λαό και θα αποδείξει ότι ο λόγος του και ο νόμος του έχουν κύρος. Αυτό έχω υπογράψει το μήνα του ελέους. Yitzhak Kaduri”! Στα Εβραϊκά τα αρχικά των παραπάνω λέξεων, σχηματίζουν ένα όνομα Yehoshua ή Yeshua, που σημαίνει ΙΗΣΟΥΣ!

Τη συγκλονιστική αυτή ιστορία είχε αποκαλύψει στο ISRAEL TODAY ο δημοσιογράφος Aviel Schneider, ο οποίος όταν ερεύνησε πάρα πολλά ιδιόχειρα κείμενα του Ραβίνου, έμεινε έκπληκτος, γιατί σε πάρα πολλά ο Ραβίνος είχε ζωγραφήσει το σημείο του ΣΤΑΥΡΟΥ!

Επίσης αναφέρεται πως ο Ραβίνος Καντούρι, είχε πει στους μαθητές του πως ο Μεσσίας θα φανερωθεί ξανά, μετά το θάνατο του Αριέλ Σαρόν*, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε κώμα εδώ και πάνω από έξι ολόκληρα χρόνια!

Η φανέρωση αυτή, φυσικά σημαίνει τη φανέρωση της μίας και μόνης Αλήθειας και στο Ισραήλ, με τα τραγικά γεγονότα του ταχέως επερχόμενου Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επικράτηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, που κρατά εκεί και τα Πανάγια Προσκυνήματα του Χριστού μας… φάρους και αποδείξεις ατράνταχτες μπροστά στα μάτια των πεπλανημένων… που θα δουν πια το Φως το Αληθινόν.





*Ο Αριέλ Σαρόν (εβραϊκά: אריאל שרון‎, γεννημένος ως Αριέλ Σάινερμαν, στις 26 Φεβρουαρίου 1928) είναι Ισραηλινός πολιτικός και πρώην στρατηγός, που χρημάτισε 11ος Πρωθυπουργός του Ισραήλ, θέση την οποία εγκατέλειψε κατόπιν εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη και το οποίο τον έριξε σε κώμα, στο οποίο και βρίσκεται από τις 4 Ιανουαρίου 2006. Υπήρξε διοικητής στον ισραηλινό στρατό (Τζαχάλ) από τη σύστασή του το 1948. Συμμετείχε στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας του 1948, τη σφαγή στην Κίμπια το 1953, στον πόλεμο του Σουέζ το 1956, τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973.

Μετά τη συνταξιοδότησή του από το στρατό, εντάχθηκε στο ακροδεξιό κόμμα Λικούντ, υπηρετώντας σε αρκετά υπουργικά πόστα στις κυβερνήσεις του κόμματος τις περιόδους 1977-1992 και 1996-1999. Το 2000, έγινε αρχηγός του Λικούντ, υπηρετώντας ως Πρωθυπουργός του Ισραήλ από το 2001 έως το 2006.


Διαβάστε τώρα τι έλεγε και ο γέροντας Παίσιος:

( ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Β’ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ) 

Σημείο ότι πλησιάζει ή εκπλήρωση των προφητειών θά είναι το γκρέμισμα του τεμένους του Όμάρ στά Ιε­ροσόλυμα. Θά το γκρεμίσουν, γιά νά ανοικοδομήσουν τόν Ναό τού Σολομώντος πού, όπως λένε, ήταν χτισμένος σ’ αυτήν τήν θέση. Τελικά οί Σιωνιστές θά εγκαταστήσουν τόν Αντίχριστο εκεί ως Μεσσία. Άκουσα ότι οί Εβραίοι ήδη ετοιμάζονται νά χτίσουν τόν Ναό τού Σολομώντος.

- Γέροντα, οί Εβραίοι, ενώ διαβάζουν τήν Παλαιά Διαθήκη, πώς δέν πιστεύουν στον Χριστό;

- Δεν πας να τό πής αυτό στους Εβραίους; Οι Εβραίοι είχαν ανέκαθεν φανατισμό. Καταλαβαίνουν, αλλά είναι ό εγωισμός πού τους τυφλώνει. Αν πρόσεχαν λίγο, δεν θα παρέμενε κανένας Εβραίος.

- Αυτά πού διάβαζαν, πώς τά ερμήνευαν;

- Πώς τά ερμήνευαν και πώς τά ερμηνεύουν! Τά πνευ­ματικά νοήματα τά κάνουν υλικά. Αυτό λ.χ. πού λέει ό Προφήτης Ησαΐας, «έξανθήσει τά έρημα του Ιορδανού», νά δής πώς τό ερμήνευσαν. Γιά νά δείξουν οτι άνθησε ή έρημος, γύρισαν κάποιον ποταμό, έκαναν πεζούλια, κή­πους, φύτεψαν μπανανιές, λεμονιές, πορτοκαλλιές, έφτια­ξαν όλο περιβόλια, οπότε λένε «άνθησε ή έρημος»! Όλα έτσι τά ερμηνεύουν. Ένώ οι λόγοι αυτοί του Προφήτου αναφέρονται στην αναγέννηση του κόσμου μέ τό Άγιο Βάπτισμα, μέ τό λουτρό της παλιγγενεσίας.

- Τώρα περιμένουν τον επίγειο βασιλιά;

- Ναί, τόν Αντίχριστο. Οι Ραββίνοι ξέρουν οτι ήρθε ό Μεσσίας καί οτι Τόν σταύρωσαν. Άφου έχω μάθει άπό ένα πρόσωπο οτι, όταν ψυχορραγη ένας Εβραίος, πάει ό Ραββίνος καί του λέει στο αυτί: «Ό Μεσσίας ήρθε». Βλέπεις, τους πειράζει ή συνείδηση, γιατί αισθάνονται ένοχη, αλλά δέν ταπεινώνονται.

- Καί τί κερδίζουν πού τό λένε εκείνη τήν ώρα;

- Τίποτε· απλώς τό λένε, επειδή τους πειράζει ή συνεί­δηση, καί νομίζουν οτι, άφου τό είπαν, είναι εντάξει!…

- Καί οι άλλοι δέν ακούνε;

- Όχι, στο αυτί τό λένε. Καί τά Έβραιόπουλα έχουν επαναστατήσει εναντίον τών Ραββίνων. «Ό Μεσσίας, λένε, ήρθε· ποιόν Μεσσία περιμένετε;». Στην Αμερική μιά ομάδα νέων πού ασχολούνται ιστορικά μέ τήν Αγία Γραφή εκδίδουν ένα περιοδικό, στο όποιο γράφουν: «Ό Μεσσίας ήρθε. Σέ όποιον δέν πιστεύει οτι ήρθε ό Μεσσίας θα στέλνουμε δωρεάν το περιοδικό, ώσπου να πιστέψη. Όποιος πιστεύει να στέλνη συνδρομή, γιά νά το στέλνουμε και σε άλλους, νά πιστέψουν».

- Εβραίοι είναι αυτοί;

- Ναί, Εβραίοι.

- Έγιναν Χριστιανοί;

- Έ τώρα, το οτι πίστεψαν κάτι είναι.

- Μπορεί νά υπάρχουν Ραββίνοι Κρυπτοχριστιανοί;

- Ραββίνοι νά είναι Κρυπτοχριστιανοί; Μένει Ραββίνος ό άλλος, άμα γίνη Χριστιανός; Δηλαδή νά διδάσκη στους Εβραίους ότι δεν ήρθε ό Μεσσίας καί, όταν ψυχορρα­γούν, νά τους λέη ότι ήρθε ό Μεσσίας;




Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, Επιστολή προς τον Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο κ. Νικόλαο 

μεταφ. impantokratoros


Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, Επιστολή προς τον Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο κ. Νικόλαο
 
«……Αλλά ούτε, ως ορθόδοξος εγώ θεολόγος, μπορώ να πω για Σας τους Παπικούς ότι αποτελείτε Εκκλησία. Σεις βέβαια στην επιστολή Σας προς τον Μητροπολίτην Πειραιώς κ. Σεραφείμ γράφετε και λέγετε με ισχύ ότι αποτελείτε την «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» με την προσθήκη μάλιστα «όσο και αν αυτό κοστίζει εις σας», δηλαδή εις ημάς τους Ορθοδόξους. Εγώ όμως Σας λέγω, μετά από θεολογική μελέτη και σπουδή, ότι Σεις οι Παπικοί δεν είστε Εκκλησία……..» 
«………Όχι, Αρχιεπίσκοπε των Καθολικών κ. Νικόλαε! Η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή είναι η μόνη αληθής Εκκλησία του Χριστού. Και είναι έτσι, διότι ημείς οι Ορθόδοξοι κρατούμε την διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των αγίων Αποστόλων και τις παραδόσεις των Οικουμενικών Συνόδων, ενώ Σεις οι Καθολικοί τις παραλλάξατε.» 

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ 
Αριθμ. Πρωτ. 935
Εντιμότατε κ. Νικόλαε,
Καθολικέ Αρχιεπίσκοπε Νάξου, Τήνου, Άνδρου και Μυκόνου
Χαίρετε και υγιαίνετε! 
1.      Είμαι ένας Αρχιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διακονώ ποιμαντικά τον λαό του Θεού στην Ιερά Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως. Ευχαριστώ τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, διότι γεννήθηκα και ανατράφηκα στην αγκαλιά της Μάνας Ορθοδόξου Εκκλησίας.  
Ο άγιος ημών των Ορθοδόξων Κοσμάς ο Αιτωλός, στον οποίον οι Έλληνες πρέπει να είμεθα ευγνώμονες, διότι αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα υπήρχε πατρίδα ελευθέρα, έλεγε στο κήρυγμά του στους υποδούλους Έλληνες: «Όλες αι πίστες είνε ψεύτικες• τούτο κατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είνε καλή και αγία. Να ευφραίνεσθε όπου είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί και να κλαίετε διά τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος». 
Αιτία της επιστολής μου προς Σας είναι το κείμενο της απαντήσεώς Σας προς τον Συλλειτουργόν Αδελφόν Μητροπολίτην Πειραιώς κ. Σεραφείμ και το οποίο κείμενο έγινε εις πάντας γνωστό διά του Διαδικτύου. Επειδή τα θιγόμενα εις αυτήν την επιστολή άπτονται θεμάτων ορθοδόξου θεολογίας, παρακαλώ να δεχθείτε και να αναγνώσετε την επιστολή μου, την οποία μού επέβαλε η αρχιερατική μου συνείδηση να Σας γράψω, ως εγώ τουλάχιστον το αισθάνθηκα. 
2.   Κατά πρώτον, Εντιμότατε Αρχιεπίσκοπε των Καθολικών, ήθελα να Σας εξηγήσω γιατί δεν Σας προσφωνώ ως «αδελφόν», αλλά Σας προσφωνώ με τον τίτλο «Εντιμότατε». Με μία γενική βέβαια έννοια όλοι οι άνθρωποι της γης είμεθα αδελφοί, διότι όλοι καταγόμεθα από την μητέρα γη. Την έννοια αυτή την έχουμε και ημείς οι Ορθόδοξοι στην λατρεία μας, λέγοντες εις τινά Αναβαθμόν του πλ. δ' ήχου: «Επί την μητέρα αυτού γην δύνων πας αύθις αναλύσει». Αλλά με την άλλη, την εκκλησιολογική έννοια της λέξεως «αδελφός», λυπούμαι, Εντιμότατε κ. Νικόλαε, διότι δεν μπορώ να Σας προσφωνήσω και εξηγούμαι διατί: Η λέξη «αδελφός» συντίθεται από το ουσιαστικό «δελφύς» (= κοιλία) και το «α» ως αθροιστικόν και όχι στερητικόν. «Αδελφοί» λοιπόν με την ερμηνεία αυτή είναι εκείνοι οι οποίοι προέρχονται από την ίδια κοιλία, έχουν το ίδιο αίμα στις φλέβες τους και ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Η κοιλία, η οποία «γεννά» τον άνθρωπο και τον κάνει τέκνο Θεού είναι το άγιο Βάπτισμα. Το αίμα με το οποίο τρέφονται τα τέκνα του Θεού είναι του Χριστού το Αίμα, το χυθέν κατά τον Σταυρικό Του θάνατο στον Γολγοθά και το Οποίο Αίμα είναι στο άγιο Ποτήριο της θείας Λειτουργίας. Και η Οικογένεια στην οποία ανήκουν τα τέκνα του Θεού είναι η Εκκλησία. Δεν μπορώ λοιπόν, Εντιμότατε Αρχιεπίσκοπε των Καθολικών, να Σας προσφωνήσω «αδελφόν», διότι δεν εξήλθαμε από την ίδια μήτρα. Ημείς οι Ορθόδοξοι είμεθα βαπτισμένοι στην αγία Κολυμβήθρα με τρεις καταδύσεις, ενώ Σεις οι Καθολικοί έχετε απλό ράντισμα. Δεν κοινωνούμε μαζί Σας το Αίμα του Χριστού και δεν ανήκετε μαζί μας στην Οικογένεια του Θεού, τις εστίν η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αφού δεν είμεθα Συλλειτουργοί, δεν μπορεί να λεγόμεθα και «αδελφοί» με την εκκλησιολογική έννοια της λέξεως.  
Προς στηριγμό των ανωτέρω Σας γράφω ένα σχετικό χωρίο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Αδελφόν το βάπτισμα εργάζεται και η των θείων μυστηρίων κοινωνία»! (εις MPG 58,718). Και ένα άλλο ακόμη χωρίο του ιδίου πατρός: «Τι γαρ έστι το ποιούν την αδελφότητα; Το λουτρόν της παλιγγενεσίας», δηλαδή το ιερόν Βάπτισμα (MPG 63,177). Αλλά ο άλλος πάλι άγιος πατέρας και μέγας θεολόγος, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, τον οποίο ημείς ονομάζουμε «συνισταμένη των αγίων Πατέρων» διά σας τους Παπικούς λέγει ότι είστε αβάπτιστοι. Δεν μπορούμε λοιπόν να σας καλούμε αδελφούς. 
3.     Αλλά ούτε, ως ορθόδοξος εγώ θεολόγος, μπορώ να πω για Σας τους Παπικούς ότι αποτελείτε Εκκλησία. Σεις βέβαια στην επιστολή Σας προς τον Μητροπολίτην Πειραιώς κ. Σεραφείμ γράφετε και λέγετε με ισχύ ότι αποτελείτε την «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» με την προσθήκη μάλιστα «όσο και αν αυτό κοστίζει εις σας», δηλαδή εις ημάς τους ’Ορθοδόξους.  
Εγώ όμως Σας λέγω, μετά από θεολογική μελέτη και σπουδή, ότι Σεις οι Παπικοί δεν είστε Εκκλησία. Και εξηγούμαι πάλι διατί. Είναι εντυπωσιακό, Εντιμότατε, ότι στα πατερικά κείμενα δεν έχουμε ορισμό περί Εκκλησίας. Οι φερόμενοι σε μερικά εγχειρίδια ορισμοί περί Εκκλησίας στηρίζονται, λίγο ή πολύ, επί εσφαλμένων βάσεων. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, η Εκκλησία είναι Μυστήριο και δεν καθορίζεται με όρους. Όσο δε κανείς καθαίρεται και φωτίζεται με την Χάρη του Θεού, τόσο περισσότερο νοεί το Μυστήριο αυτό της Εκκλησίας. Αλλά έχουμε και ένα σύντομο λόγο του αποστολικού πατρός αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε, όπως και θεωρήθηκε πράγματι, ως ορισμός τι είναι Εκκλησία. Κατά τον άγιον αυτόν πατέρα Εκκλησία είναι το «Θυσιαστήριον», η Αγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στην οποία οι ιερείς τελούν την θεία Λειτουργία.[1] Έστε «Εκκλησία», κατά τον άγιο Ιγνάτιο, είναι το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πραγματικά, σ’ αυτό το Μυστήριο, στην θεία Λειτουργία, γευόμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι καρδιακά το τι είναι Εκκλησία. Αλλά θέλω να δώσω και βιβλική απόδειξη εις τα παραπάνω, στο ότι δηλαδή Εκκλησία είναι η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Ως απόδειξη φέρω το κεφ. 11 της Α' προς Κορινθίους Επιστολής του αποστόλου Παύλου. Είναι φανερό στο κεφάλαιο αυτό ότι ο Απόστολος ομιλεί για την σύναξη των πιστών προς τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Και την σύναξη αυτή την ονομάζει «Εκκλησία», γιατί λέγει: «Συνερχόμενων υμών εν Εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν» (στίχ. 18).[2] Αφού λοιπόν «Εκκλησία» είναι η σύναξη του λαού για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας — και το Μυστήριο αυτό γίνεται βέβαια για την Θεία Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού — και αφού με Σας τους Παπικούς δεν μπορούμε να συλλειτουργήσουμε και να κοινωνήσουμε μαζί την Θεία Τροφή, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν αποτελείτε Εκκλησία. Ταύτα λέγω κατά την πίστη ημών των Ορθοδόξων ότι η Εκκλησία, την Οποία ίδρυσε ο Χριστός, είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. 
4.        Εννοώ ότι Σας ενόχλησε, Εντιμότατε, αυτό το τελευταίο που είπα ότι ημείς οι Ορθόδοξοι αποτελούμε την μόνην και αληθή Εκκλησίαν, την Οποίαν ίδρυσε ο Χριστός, και όχι Σεις οι Παπικοί. Είναι βέβαια άκρως αντίθετο αυτό που Σας λέγω προς αυτό το οποίο Σεις μετά πυγμής ισχυρίζεσθε στην επιστολή Σας προς τον άγιο Αδελφό κ. Σεραφείμ, «να μάθουμε» ημείς οι Ορθόδοξοι «μια για πάντα» ότι «είτε το θέλουμε είτε όχι» Σεις οι Παπικοί είσθε «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», με τον περισσότερο ακόμη προκλητικό λόγο Σας, «όσο και αν αυτό μας στοιχίζει». Όχι, Αρχιεπίσκοπε των Καθολικών κ. Νικόλαε! Η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή είναι η μόνη αληθής Εκκλησία του Χριστού. Και είναι έτσι, διότι ημείς οι Ορθόδοξοι κρατούμε την διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των αγίων Αποστόλων και τις παραδόσεις των Οικουμενικών Συνόδων, ενώ Σεις οι Καθολικοί τις παραλλάξατε. 
Δεν μου λέτε, Σας παρακαλώ, ήταν σε πλάνη η Εκκλησία για τόσους αιώνες και ήρθατε Σεις οι Παπικοί τον 9ο αι. και βάλατε «άφοβα» το χέρι Σας στο Σύμβολο της Πίστεως με το Filioque που προσθέσατε σ’ αυτό; Έγραψα την έκφραση «άφοβα», διότι πραγματικά ήταν πολύ τολμηρό και ασεβέστατο αυτό που κάνατε. Διότι υπήρχε προηγούμενη εντολή Οικουμενικής Συνόδου κανείς να μην τολμήσει να παραλλάξει το ιερό Σύμβολο προσθέτοντας ή αφαιρώντας τι από αυτό. Αυτήν την εντολή την σεβάστηκαν οι άγιοι Πατέρες της Γ' Οικουμενικής Συνόδου και δεν προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως διά την Παναγία τον όρο «Θεοτόκος». Σεις, οι Παπικοί, αντίθετα προς την ρητή εντολή και αντίθετα προς το παράδειγμα αυτό των αγίων Πατέρων Οικουμενικής Συνόδου, βάλατε ασεβή χείρα — πώς δεν φοβηθήκατε; - στο ιερό Κείμενο της Πίστεως και το αλλοιώσατε. Και μόνο από το Filioque αποδεικνύεσθε ότι δεν φυλάξατε ακεραία την πίστη των Πατέρων και αλλοιώσατε το δόγμα της Εκκλησίας. Ακούστε τώρα τι Σας λέγει ο άγιός μας, μέγας θεολόγος, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς: 
«Ποτέ δεν πρόκειται να Σας δεχθούμε ως κοινωνούς, όσον χρόνον ομολογείτε ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Θεού»![3]  
Σας συνιστώ κ. Νικόλαε να διαβάσετε όλη την σχετική ομιλία του ιερού Πατέρα. 
Είναι φοβερή, είναι «βόμβα» εναντίον Σας, όπως μου την χαρακτήρισε ένα ιερό πρόσωπο! Διαβάσατέ την, παρακαλώ. Ούτε λίγο ούτε πολύ στην ομιλία του αυτή ο μέγας θεολόγος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει, και όχι μόνο λέγει αλλά και το αποδεικνύει, ότι οι Παπικοί είναι σατανοκίνητοι αιρετικοί! 
Συγγνώμην, Τιμιώτατε, αλλά άγιος των Ορθοδόξων το λέγει αυτό και ημείς βεβαίως δεχόμεθα τον λόγον του, διότι τον λέγει άγιος και μέγας θεολόγος. Σε μία λοιπόν μικρά περικοπή της ομιλίας του αυτής λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: 
«Αυτός ο επάρατος όφις (δηλαδή ο Διάβολος) εισάγει διά των πειθηνίων του Λατίνων (φοβερός ο λόγος του• δηλαδή, λέγει ο άγιος ότι οι Παπικοί είναι πειθήνια όργανα του Διαβόλου!...) νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνονται μεν να έχουν μικράν παραλλαγήν, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα και δεικνύουν εις όλους φανερά ότι και το μικρότερον εις τα σχετικά με τον Θεόν δεν είναι μικρόν».[4] 
Προηγουμένως μάλιστα ο άγιος λέγει ότι η αίρεση των Λατίνων (Υμών των Παπικών) έρχεται ως συνέχεια των παλαιών αιρέσεων του Αρείου, του Απολιναρίου, του Ευνομίου, του Μακεδονίου κ.ά.
Διαβάστε ακόμη, παρακαλώ, κ. Καθολικέ Επίσκοπε, τι σας λέει ο άγιος για το Filioque Σας και σε μία άλλη περικοπή του λόγου του. Παρακαλώ να προσέξετε ιδιαίτερα την περικοπή αυτή: 
«Πώς τολμάτε σεις να δέχεσθε αυτό (το Filioque), το οποίον δεν έχει λεχθεί από αυτούς οι οποίοι διεκήρυξαν την αλήθεια (δηλαδή από τους αγίους Αποστόλους), το οποίο δεν ανήγγειλε το Άγιο Πνεύμα, που απήγγειλε όλη την αλήθεια; (Πώς τολμάτε να δέχεσθε το Filioque) το οποίο δεν μαρτύρησε ούτε γνωστοποίησε στους αγαπητούς Αυτός (δηλαδή ο Ιησούς Χριστός) ο γνωστοποιήσας όλα όσα άκουσε παρά του Πατρός και ήλθε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μαρτυρήσει υπερ της αληθείας; (Ιω. 18,37).  Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσο εκφυλιστική προσθήκη στον όρο της πίστεως, τον οποίο οι έγκριτοι Πατέρες συνέγραψαν πνευματοκινήτως σε κοινή Σύνοδο και παρέδωσαν;»[5] 
Παρατηρήστε, παρακαλώ, πώς λέγει ο άγιος την προσθήκη του Filioque που εκάνατε στο Σύμβολο της Πίστεως. Την λέγει «έκφυλον»!... Ο Παπισμός, κύριε Αρχιεπίσκοπε των Καθολικών Νάξου, Τήνου, Άνδρου και Μυκόνου, είναι αίρεση και μάλιστα, όπως μας τα είπε παραπάνω ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και το λέγουν και πολλοί άλλοι άγιοι Πατέρες, είναι μεγάλη αίρεση. Διά τούτο και εξέστην, ομού μετ’ άλλων κληρικών αδελφών και πολλών ευσεβών χριστιανών, εις τον λόγον Αδελφού Αρχιερέως, τον οποίον διαβάσαμε εσχάτως στο Διαδίκτυο (αν αληθεύει ο λόγος αυτός, αλλά δεν είδαμε την διάψευσή του) ότι «δεν συμπεριλαμβάνονται στις αιρέσεις οι Καθολικοί αδελφοί, ούτε η Καθολική Εκκλησία».  
Η γνωμάτευση αυτή ορθοδόξου Αρχιερέως (αν αληθεύει, επαναλαμβάνω) έρχεται άκρως αντίθετη προς την πατερική θεολογία, η οποία ομόφωνα καταδικάζει τους Παπικούς ως αιρετικούς, ως και θα αποδείξω αυτό εις σειράν μελετών μου. Αλλ’ ας διαβάσει ο εν λόγω Αδελφός τα όσα ολίγα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά παραθέτω εδώ περί των «αδελφών» του Παπικών, τους οποίους, ως λίαν αγαπητούς του, τους εναγκαλίζεται χαιρετώντας τους!.... 
5.     Αφού, Εντιμότατε, οι Παπικοί δεν ανήκετε εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, στερείσθε και του όρου «άγιος», διότι έξω από την Εκκλησία του Χριστού δεν μπορεί να υπάρξει αγιότητα ούτε και σωτηρία. «Extra Ecclesia nulla salus», είπε από παλαιά ο μέγας εκκλησιολόγος πατήρ άγιος Κυπριανός, Επίσκοπος Καρχηδόνος. Η αγιότητα είναι μοσχοβολητό άνθος, που φύεται μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι εις αυτήν μόνο υπάρχουν τα ορθά δόγματα της πίστεως, και δεν νοείται αγιότητα έξω από αυτήν. «Αγίους — λέγει κάπου ο άγιος Χρυσόστομος — διά της του Πνεύματος δόσεως και των ορθών δογμάτων» καλούμεν (MPG 59,443). 
Και άλλος πατέρας, ο Μέγας Βασίλειος, λέγει: «Οι άγιοι, εν οις οικεί αγιότης διά τον ένα του βαπτίσματος αγιασμόν». (MPG29,761). Αλλά οι Παπικοί Καθολικοί είναι αβάπτιστοι! Επομένως, οι εκφράσεις «άγιος» και «αγιώτατος» διά τον Πάπα ή για κάποιον καθολικό επίσκοπο, μη βαπτισμένους και έξω λοιπόν από την Εκκλησία ευρισκομένους, είναι ημαρτημένες εκφράσεις κατά την ορθόδοξη πατερική θεολογία. Γι’ αυτό και, Εντιμότατε κ. Νικόλαε, δεν σας προσφωνώ ως «άγιον» στην επιστολή μου. Μου είπε όμως κάποιος ημέτερος ότι και στα πατερικά κείμενα συναντούμε τιμητικές εκφράσεις προς τους αιρετικούς. Ναι, λέγω και εγώ, ακόμη και προς αυτόν τον αιρετικό Νεστόριο έχουμε την προσφώνηση του αγίου Κυρίλλου «η ση ευλάβεια» και «ση ευσέβεια»!  
Ας γνωρίζουμε όμως ότι αυτές οι εκφράσεις προς τους αιρετικούς λέγονται τιμητικώς πριν από την καταδίκη τους, πριν από την αποβολή τους από την Εκκλησία, διά να δοθεί εις αυτούς η ευκαιρία να μετανοήσουν απαρνούμενοι την πλάνη τους. Αλλά μετά την καταδίκη τους ως αιρετικών δεν συναντούμε στα πατερικά κείμενα προσφωνήσεις προς αυτούς «άγιος» και «αγιώτατος». Διά δε τους Παπικούς έχουμε αποφάσεις Συνόδων, ου μην αλλά και αναθέματα κατ’ αυτών. Δεν χωρούν λοιπόν οι προσφωνήσεις προς αυτούς «άγιος» και «αγιώτατος». Δεν μπορεί να υπάρξει αγιότητα έξω από την Εκκλησία. Αυτό αποτελεί δόγμα πίστεως. 
Έτερος Αδελφός μού είπε πάλι την αντίρρηση, πώς προσφωνούμε τιμητικώς έναν άρχοντα ως «Εντιμότατον», ενώ δυνατόν να είναι και σκανδαλοποιός; Έτσι, τιμητικώς μόνο, μου είπε, προσφωνούμε και τον Πάπα ως «αγιώτατο». Σαθρόν το επιχείρημα! Τον άρχοντα τον προσφωνώ «εντιμότατο», και ας μην είναι τίμιος, διότι έχει, αν θέλει, την δυνατότητα, στην θέση που βρίσκεται, να γίνει καλός και έντιμος και εντιμότατος. Ο Πάπας όμως και οι παπικοί του, στην πλάνη και την αίρεση ευρισκόμενοι, δεν δύνανται ποτέ να γίνουν άγιοι και αγιώτατοι! «Extra Ecclesia nulla salus» και ομοίως nulla sanctitas (= αγιότητα) δι’ αυτούς!
6.     Τέλος, διά να παραλείψω τα πολλά και πάμπολλα τα χωρίζοντα ημάς, κ. Νικόλαε, ως παλαιοδιαθηκολόγος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα της Εισαγωγής εις την Παλαιάν Διαθήκην και Ερμηνείας του κειμένου των Ο', έχω να εκφράσω την βαθυτάτη μου πικρία και θλίψη διά την εσφαλμένη ερμηνεία των Παπικών περί της εκφράσεως «Άγγελος Κυρίου» (מלאך ה ', «Μαλ’ άχ Γιαχβέ»), την συναντωμένην συχνά - πυκνά στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά την ερμηνεία των ορθοδόξων Πατέρων ο «Άγγελος Κυρίου», ο εμφανιζόμενος στους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, Πατριάρχες και Προφήτες, είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός του Θεού, άσαρκος ετι ων, ο Οποίος εβιάζετο (!) πότε να σαρκωθεί και οι αυτό ενεφανίζετο με μορφήν Αγγέλου και πριν ακόμη από την σάρκωσή Του. Κατ’ αυτήν την ερμηνεία των Ορθοδόξων Πατέρων, αλλά και τωρινών Ορθοδόξων ερμηνευτών, η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο θεοφανειών του ασάρκου Υιού του Θεού και έτσι είναι ό,τι είναι και η Καινή Διαθήκη! Παλαιά και Καινή Διαθήκη έχουν το ίδιο περιεχόμενο! «Δύο διαθήκαι και δύο παιδίσκαι και δύο αδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσι» (Χρυσόστομος)! Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο του ασάρκου Ιησού Χριστού και η Καινή Διαθήκη είναι βιβλίο του σαρκωθέντος Ιησού Χριστού.
Σεις οι Παπικοί, Εντιμότατε κ. Νικόλαε, ερμηνεύσατε τον «Άγγελο Κυρίου» ως κτιστόν άγγελο και αυτό έφερε την υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης στον χώρο μας. Την αλήθεια αυτή, μαζί με την πικρία μου, εξέφραζα συχνά από την Πανεπιστημιακήν Έδρα, διά να παγιώσω εις τους φοιτητάς την πατερική ερμηνεία και να παρουσιάσω την Παλαιά Διαθήκη ως βιβλίο θεοφανειών του Ιησού Χριστού.
7.     Σας ευχαριστώ διότι είχατε την υπομονή να διαβάσετε το κείμενο της επιστολής μου. Σας ζητώ συγγνώμη για την λύπη που Σας προξένησα, αλλά η εκκλησιαστική ιστορία και ο βίος των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας διδάσκουν ότι σε θέματα πίστεως πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και ευθείς. Η αρχιερατική μου συνείδηση, επαναλαμβάνω, μού το επέβαλε, Εντιμότατε, να γράψω την παρούσα μου επιστολήν. Θα είμεθα προδότες του ιερού μας όρκου κατά την χειροτονία μας ημείς οι Αρχιερείς και θα είμεθα ανάξιοι διάδοχοι των Αγίων Πατέρων μας, αν από μίαν κακώς εννοουμένη ευγένεια και αγάπη ή και ακόμη και προσωπική υποχρέωση προς τινάς να μην μιλάμε και να μην διαμαρτυρόμεθα, όταν βλέπουμε να προσβάλλεται το ορθόδοξο δόγμα και ήθος.
Με πολλή-πολλή χαρά θα ήθελα να έχουμε έναν ανοικτό θεολογικό διάλογο επί των διαφορών της Ορθοδόξου πίστεως και του Παπισμού και να αναρτώμε μάλιστα τα κείμενά μας στο Διαδίκτυο, διά να έχουμε και την παρακολούθηση των ενδιαφερομένων. Σας παρακαλώ διά τούτο. Γνωρίζω ότι θα περιγελάσετε το κείμενόν μου αυτό, αφού στην επιστολή Σας προς τον Συλλειτουργό μου Αδελφό Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ χαρακτηρίζετε τα γραπτά Του ως «φαιδρά αναγνώσματα», τα οποία «κάπως Σας ξεκουράζουν» εις τον κόπο Σας. Αναμένω και εγώ τον ίδιο χαρακτηρισμό διά την επιστολή μου αυτήν. Πλην όμως, αφού πιστεύετε την αλήθεια του δόγματός Σας, μη φοβάστε τον διάλογο μαζί μας.
Εγώ, Εντιμότατε, μαζί με τους άλλους πατέρες και αδελφούς χριστιανούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα αναπαυόμεθα και θα ευφραινόμεθα στους λόγους του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με τους οποίους άρχισα την επιστολή μου προς Σας. Τους επαναλαμβάνω διά το μεγαλείον τους:
«Όλες αι πίστες είνε ψεύτικες• τούτο κατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είνε καλή και αγία. Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί και να κλαίετε διά τους ασεβείς και αιρετικούς οπού περιπατούν εις το σκότος»!!!
Εν Δημητσάνη 25 Νοεμβρίου 2013
Με αγάπη Χριστού και τιμή
Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών



ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου