Νεομάρτυρες της Κρίσης (& Ομολογητές)
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΜΕΝΟ ΑΠΟ http://toxromatoufegariou.pblogs.gr

Οι άνθρωποι αυτοί είναι γνήσιοι πνευματικοί αγωνιστές. Η ζωή τους, ακόμα κι αν πηγαίνουν φυλακή για χρέη, ακόμα κι αν ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια (στα δικά μου σκουπίδια, που κάνω πως δεν τους ξέρω, αφού ακόμη μου μένουν κατά καιρούς κάποια υπολείμματα και τα πετάω), έχει μια ποιότητα, διαμορφωμένη από τη θεία χάρη, που κατοικεί μέσα τους. Πονούν, αλλά δίπλα στον πόνο τους υπάρχει γαλήνη, αγάπη, ελπίδα και χαρά. Μια παράξενη χαρά, από το πλησίασμά τους στο Χριστό - πλησίασμα που οφείλεται ακριβώς στο ότι σηκώνουν το σταυρό τους με πίστη κι αγάπη, όπως είχε κάνει κι Εκείνος.
Η ζωή ενός ανθρώπου που ζει μέσα στη θεία χάρη είναι πιο χαρούμενη και ελεύθερη από τη ζωή κάποιου που ζει μέσα στα λεφτά ή στην ασφάλεια του σπιτιού του ή της επιτυχημένης καριέρας του.
Η ποιοτική ψυχή τους, και η ποιοτική ζωή τους, έχει θετικό αντίχτυπο στην αιωνιότητα. Όμως, χωρίς να το επιδιώκουν, επηρεάζει θετικά και τους συνανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή.
Ίσως δεν ξέρετε πως υπάρχουν κάποιοι άγιοι που επιλέγουν να ζουν ως άστεγοι και να τρέφονται ελάχιστα από ελεημοσύνες, παριστάνοντας τους τρελούς, για να μην καταλαβαίνουν οι άνθρωποι πως είναι άγιοι και να μην τους τιμούν. Στη γλώσσα της Ορθοδοξίας, ονομάζονται «σαλοί διά Χριστόν» (=τρελοί, εξαιτίας του Χριστού, τον οποίο υπεραγαπούν). Είναι η μόνη περίπτωση ορθόδοξων ασκητών που ζητιανεύουν (εκτός από τις περιπτώσεις εράνου λόγω μιας καταστροφής ή μιας μεγαλύτερης ανάγκης), αλλά κι εκείνοι ανταποδίδουν την προσφορά, προσευχόμενοι ειλικρινά και αποτελεσματικά για όλο τον κόσμο.
Αυτοί λοιπόν οι άστεγοι, κουρελήδες, περιθωριακοί, με την αγιότητά τους δίνουν ποιότητα στον τόπου όπου ζουν. Και η ποιότητα αυτή, που ξεκινάει από μέσα τους, τους συνοδεύει αιώνια, και εδώ και στον ουρανό.
Σαλοί άγιοι υπάρχουν και σήμερα. Η Γερόντισσα Ταρσώ (εικ.) στην Κερατέα Αττικής κοιμήθηκε το 1980. Η Στέλλα, το «Σπουργιτάκι του Θεού», που ζούσε στο κέντρο της Αθήνας, σκοτώθηκε από αυτοκίνητο το 2005 ...; Γενικά, δεν ξέρω αν ο «τρελός» που συναντάω στο δρόμο είναι «γνήσιος» τρελός ή άγιος - και, υπόψιν, η συμπεριφορά μου απέναντί του είναι ένα είδος εξετάσεων μπροστά στο Θεό.
Αυτό σημαίνει ότι και δίπλα στο σκουπιδοτενεκέ της κοινωνίας μπορεί ν' αγιάσεις. Και, επειδή πάντα υπάρχουν αγνοί άνθρωποι, αληθινοί χριστιανοί, με τον άδολο τρόπο της γιαγιάς μας, είμαι βέβαιος πως και ανάμεσα στα θύματα της οικονομικής κρίσης υπάρχουν κάποιοι, άγνωστοι, που αγιάζονται σηκώνοντας το σταυρό τους με πίστη κι αγάπη. Αυτοί δεν είναι μόνο «νεόπτωχοι», όπως τους χαρακτηρίζουν οι αναλυτες. Είναι νεομάρτυρες, σαν τους νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας και των αθεϊστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης: υποφέρουν, αλλά αντιστέκονται στο μικρόβιο που καταστρέφει την πίστη και την αγάπη.
Οι άνθρωποι αυτοί, ωστόσο, διαφέρουν από εκείνους που κραυγάζουν πως πρέπει να στηθούν κρεμάλες για εκείνους που μας πήραν τα λεφτά απ' την τσέπη. Διαφέρουν από εκείνους που μισούν τους ενόχους. Και μοιάζουν στ' αλήθεια «τρελοί», γιατί συγχωρούν τους ενόχους, όπως τους συγχωρούν και οι άγιοι. Ακόμα κι όταν αγωνίζονται για τα δικαιώματα του πλησίον ή για την ανόρθωση της κοινωνίας, δεν το κάνουν με μίσος και διάθεση εκδίκησης (ή ανελέητης «δικαιοσύνης»), αλλά με αγάπη.
Ίσως είσαι κι εσύ ένας απ' αυτούς. Ή ίσως να θέλεις να γίνεις ένας απ' αυτούς. Μη χάνεις το θάρρος και την ελπίδα σου. Ο Χριστός δε δίνει πάντα αυτό που του ζητάμε, αλλά συχνά αυτό που Εκείνος ξέρει ότι μας χρειάζεται. Αλλά είναι πιο κοντά μας απ' ό,τι είναι η καρδιά μας.
Δηλαδή τι λέω; Να σταματήσουν οι αγώνες; Όχι φυσικά, αλλά να ξέρουμε πως δε ζούμε μόνο με ψωμί, αλλά και με Χριστό. Κι αν έχω καταστραφεί οικονομικά, κι αν είμαι στη φυλακή, αλλά έχω το Χριστό, είμαι ελεύθερος. Κι αν δεν έχω να φάω, αλλά έχω το Χριστό, ο Χριστός θα με θρέψει. Αν δεν έχω ούτε το Χριστό, τότε είμαι πραγματικά πεινασμένος, απελπισμένος, οργισμένος κι αξιοθρήνητος. Αυτό το ξέρουν οι Ορθόδοξοι της Αφρικής, που είναι πολλοί και θερμοί, και τώρα το μαθαίνουμε κι εμείς, αλλά ακόμα αντιστεκόμαστε γιατί θέλουμε μόνο τα μεροκάματά μας, όχι το Χριστό. Και τα δικαιούμαστε, αλλά χωρίς το Χριστό συχνά γεμίζουμε την ψυχή μας απελπισία, οργή και μίσος, δηλ. αυτά ακριβώς που ο Χριστός, στο Ευαγγέλιο, ζήτησε να αποφεύγουμε.
Ως μάρτυρες λογίζονται από τους αγίους και οι άνθρωποι που υποφέρουν μια οδυνηρή ασθένεια με πίστη κι αγάπη, καθώς κι εκείνοι που τους φροντίζουν, χωρίς να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο Θεό και την αγάπη τους στο συνάνθρωπο. «Σήμερα, που δε γίνονται διωγμοί» έλεγε ο γέροντας Παΐσιος, «ο καρκίνος γεμίζει τον παράδεισο» (παρόλο που γίνονται και διωγμοί, ιδίως σε μουσουλμανικές χώρες).
Μια τελευταία παρατήρηση. Για ν' αντέξει κάποιος τα βάσανα της ζωής μένοντας πιστός και καλός, χρειάζεται οπωσδήποτε τη στήριξή μου, τη στήριξη του διπλανού του. Όχι απαραίτητα τα λεφτά μου. Σίγουρα όμως την αγάπη μου, το χαμόγελό μου, την προσευχή μου. Γι' αυτό λεγόμαστε «Εκκλησία» (δηλ. «συγκέντρωση», συνάντηση) και δεν είμαστε απομονωμένοι κι αποκομμένοι ο ένας απ' τον άλλον - δυστυχώς όμως καταντήσαμε έτσι. Και χρειάζεται επίσης και τη βοήθεια του Θεού. Και η βοήθεια αυτή έρχεται με τα μέσα που μας έχουν διδάξει οι γιαγιάδες μας και οι άγιοι της Εκκλησίας μας: με την προσευχή, την εξομολόγηση, τη θεία μετάληψη, τον εκκλησιασμό (δηλ. το να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να στεκόμαστε δίπλα στο συνάνθρωπο), τη νηστεία - όταν φυσικά γίνονται γι' αυτό το σκοπό κι όχι εθιμοτυπικά ή υποκριτικά.
. .
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΥΜΕΩΝ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΜΑΙ...
Τὸ 1922
ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι
Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ σὲ μιὰ παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε
μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας
πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα
ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ
ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε
σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν
οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιὰ
νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ
ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο,ἔβγαζε τὸ
καπελάκι του καὶ ἔλεγε:
«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησέ με νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου».
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴνἘκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα».
Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τὸ
ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ
ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ.Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα
τὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ
καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του
καὶ εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν
γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου
γιὰ ἕνα μῆνα. Μιὰ προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε:
-Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ᾖρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο;
-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ.
-Καὶ τί σοῦ λέει, παπποῦ; «Καλησπέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή».
Ἡ
Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο
Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν
ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης
καὶ ὁ Συμεὼν τοῦ ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση.
Τὶς ἴδιες
ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν
Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ
Πνευματικός:
-Μήπως εἶναι φαντασία σου;
-Ὄχι,
πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι. -Ἦρθε καὶ σήμερα; -Ἦρθε.
-Καὶ τί σου εἶπε; -Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κᾶνε ὑπομονή, σὲ
τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωῒ-πρωΐ.
Ὁ
Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στό Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του και ἔμαθε
γιά τήν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περί εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τήν
τρίτη ἡμέρα πρωί-πρωί πάλι πῆγε νά δεῖ τόν Συμεών καί νά διαπιστώσει ἄν
θά πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θά πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ πού
κουβέντιαζαν, ὁ Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε Ὁ Χριστός», καί ἐκοιμήθη
τόν ὕπνο τοῦ δικαίου…
ΠΗΓΗ: Απο το βιβλίο ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 2008 Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
. .
Aνησυχητικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, νεοεποχίτικη πρακτικὴ πνευματικῆς σύγχυσης, ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό, ὑπάρχει μία αὐξανόμενη ἐνασχόληση καὶ ἀναφορὰ στοὺς ἀγγέλους σὲ πλῆθος νεοεποχίτικων περιοδικῶν,κοσμικῶν ἐντύπων, βιβλίων καὶ διαδικτυακῶν τόπων, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἔκδοση εἰδικῶν ad hoc περιοδικῶν.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὴ ἡ ἔκρηξη ἐνασχόλησης μὲ τοὺς ἀγγέλους ἔχει ὁδηγήσει κάποιους ἑτερόδοξους θεολόγους ἐρευνητὲς νὰ κάνουν λόγο γιὰ μία «νέα θρησκεία τῶν ἀγγέλων», ἡ ὁποία μάλιστα, ὅπως ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθεῖ, δὲν χρειάζεται καμμία πίστη στὸν Θεό.
Σύμφωνα μὲ μία ἄλλη προσέγγιση, τὸ φαινόμενο μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐπίσης, ὡς μία ἐκκοσμικευμένη μορφὴ λαϊκῆς θρησκευτικότητας τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου.
Βεβαίως, ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο δὲν κινεῖται σὲ ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, ὡς μορφὴ ὑπενθύμισης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, τὸ ἔργο τους, τὴν ἀποστολή τους κ.λ.π. Πολὺ δὲ περισσότερο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ οὔτε στὰ εὐρύτερα χριστιανικὰ ἀποδεκτὰ πλαίσια διδασκαλίας σχετικὰ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους.
Δυστυχῶς, ἡ προτεσταντικὴ θεολογία τοῦ 19 καὶ 20 αἰ. ἔχει διαφορετικὲς θέσεις περὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, πολλὲς ἐκ τῶν ὁποίων κινοῦνται μεταξὺ ἄρνησης καὶ ἀντίθεσης πρὸς τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διδασκαλία.
Ἀντιθέτως, ἡ ἐνασχόληση μὲ τοὺς ἀγγέλους στὴν σύγχρονη ψευδο-αγγελολογία, ἄλλοτε ἔχει σαφῶς συγκρητιστικὸ περιεχόμενο, συνδυάζοντας χριστιανικά, ἰουδαϊκά, ἰσλαμικά, ἐξωχριστιανικὰ καὶ ἐσωτεριστικὰ στοιχεῖα, γεγονὸς ποὺ θυμίζει ἔντονα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀρχαίου Γνωστικισμοῦ, καὶ ἄλλοτε ἔχει εὐδιάκριτα νεοεποχίτικα χαρακτηριστικα, κάτι ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιὸ συνηθισμένο, μὲ ἀφετηρία καὶ περιεχόμενο ξεκάθαρα ἀποκρυφιστικό.
Ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀγγέλους εἶναι γνωστὴ στὸν χῶρο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καὶ μάλιστα σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Ἀναφέρεται πολὺ χαρακτηριστικὰ σὲ ἀντιπροσωπευτικὸ ἔργο τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου:
«Σπουδαῖος ρόλος ἀποδίδεται εἰς τὴν Ἀγγελολογίαν ὑπὸ τῆς πρακτικῆς Καββάλας καὶ ἐν συνεχείᾳ ὑπὸ τῆς τελετουργικῆς Μαγείας τοῦ δυτικοῦ Ἐσωτερισμοῦ. (…) Ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ συνάγεται ὅτι ἡ Ἀγγελολογία ἀποτελεῖ σημαντικὸν κρίκον εἰς τὴν ἅλυσον τῆς ἐσωτερικῆς παραδόσεως» Ἀποκρυφιστικοῦ χαρακτήρα. Ἀγγελολογία ἔχουμε ἐπίσης στὸν χῶρο τοῦ Τεκτονισμοῦ, τοῦ μονίμως, ὡς γνωστόν, διαβεβαιοῦντος, ὅτι δὲν ἔχει θρησκευτικὸ χαρακτήρα, καὶ μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἀντιπροσωπευτικὸ ἔργο τοῦ χώρου, στὰ Τυπικὰ Μύησης κάποιων ἀνωτέρων βαθμῶν.
Ἐπιπλέον, σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο, καταγράφονται καὶ ὀνόματα ἀγγέλων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ ἀποκρυφιστικὲς πηγές, π.χ. τὴν Καμπάλα, τὸν Ἑρμητισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰσλαμικὴ ἀγγελολογία. Ἀντιπροσωπευτικά, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα ὄνομα ἀγγέλου, μεταξὺ τῶν 16 ποὺ ἀναφέρονται στὸ τεκτονικὸ ἔργο, καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικό:
«Ἀριήλ, τὸ πνεῦμα τοῦ ἀέρος, ὅστις εἰς ἀνώτερον τεκτονικὸν βαθμὸν συνδέεται μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἁγνότητος. Κατὰ τοὺς Μάγους Καββαλιστάς, ὁ Ἀριὴλ ἀποκαλύπτει κρυμμένους θησαυροὺς καὶ μυστικὰ τῆς φύσεως».
Μία ἀκόμη ἀποκρυφιστικὴ πτυχὴ τῆς παλαιότερης καὶ σύγχρονης ἀποκρυφιστικῆς ἀγγελολογίας σχετίζεται μὲ τὴν ἀστρολογία.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀστρολογία, οἱ μῆνες τοῦ ἔτους, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, οἱ πλανῆτες κ.λ.π. ἔχουν πνεύματαἀγγέλους προστάτες ἤ, ταυτοχρόνως ἀπὸ ἀστρολόγους, συσχετίζονται μὲ τὶς λεγόμενες καρμικὲς ἀναφορές, σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τοῦ χώρου. Ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα, μ᾿ ἕνα κατ᾿ ἐξοχὴν προσεκτικὸ καὶ θελκτικὸ λεξιλόγιο, ἡ νεοεποχίτικη καὶ ἀποκρυφιστικὴ ψευδο-αγγελολογία στὰ ἔντυπα τοῦ χώρου της, σὲ διαδυκτιακοὺς τόπους, σὲ κοσμικὰ περιοδικά, σὲ εἰδικὰ σεμινάρια ποὺ διοργανώνονται γιὰ ἐπικοινωνία μὲ ἀγγέλους, σὲ εἰδικὲς κάρτες ἀγγέλων, χρησιμοποιεῖ ὀνόματα ἀγγέλων ποὺ συναντᾶμε σὲ ἀποκρυφιστικοὺς χώρους.
Ἡ αἰχμὴ ὅμως τοῦ δόρατος τῆς σύγχρονης νεοεποχίτικης καὶ ἀποκρυφιστικῆς ψευδοαγγελολογίας εἶναι ἡ πρακτικὴ νὰ παρουσιάζει τοὺς ἀγγέλους, ὄχι ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς αὐθύπαρκτες πνευματικὲςἀγαθὲς ὀντότητες προστασίας, ὡς ὀντότητες φωτὸς καὶ ἀγάπης, ὡς ἀντικείμενο διαλογισμοῦ, ὡς πηγὲς ἐνέργειας, ὡς θεϊκὲς φανερώσεις.
Ἐπιπλέον, γίνεται λόγος γιὰ παρουσία τέτοιων ἀγγελικῶν, ὑποτίθεται ὀντοτήτων, στὶς λεγόμενες ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες, ἢ σχετίζονται ἀκόμα καὶ μὲ ἀνορθόδοξες θεραπείες (π.χ. ἀγγελικὸ ρέϊκι). Ἰδιαιτέρως στὴν νεοεποχίτικη ἔκφανση τῆς σύγχρονης ψευδοαγγελολογίας, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο παραμορφώνεται, διαστρεβλώνεται καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο μετάδοσης ἀντιχριστιανικῶν θέσεων, εἶναι τὸ θέμα τοῦ Φύλακα Ἀγγέλου.
Μέσα σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀποκρυφιστικὴ καταχνιά, δὲν ἀπουσιάζει σύζευξη τῆς ψευδο-αγγελολογίας καὶ μὲ τὴν σύγχρονη μετεξέλιξη τοῦ πνευματισμοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Channeling, ὅπου διάφοροι μεσάζοντες (Medium) παρουσιάζονται ὡς κανάλια-ἀγωγοὶ μηνυμάτων κάποιων, δῆθεν ἀγγελικῶν, ὀντοτήτων.
Ἀξιολογώντας αὐτὴ τὴν ἔκρηξη τῆς σύγχρονης ψευδο-αγγελολογίας ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς καὶ λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸν εὐαγγελικὸ λόγο, ὅτι τὸ δέντρο γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς (Mατθ. ιβ΄ 33), πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι ἀναμφιβόλως βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ μορφὴ δαιμονολογίας ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀγγελολογία (Β΄ Κορ. ια΄ 14).
ΠΗΓΗ: Πατήρ Βασίλειος Γεωργόπουλος, Λέκτορας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
. .
ΠΕΝΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ "ΝΑ ΔΟΥΝ"
(μεταφ. treloggianis.blogspot.com)
. .
Αγαπητοί Χριστιανοί.
Αυτή την Κυριακή κάνε την ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!
Μετά από 1700 χρόνια, σήμερα Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013 καταπατείται ἡ αργία της Κυριακής με απόφαση της νεοταξικής κυβερνήσεως...
Τὰ τελευταία 3 χρόνια ἔχουμε δεχτεῖ ὡς κοινωνία μία πληθώρα μέτρων ποὺ ὑποτίθεται πάρθηκαν γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀλλὰ, οὐσιαστικὰ ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια σὲ μεγαλύτερη φτωχοποίηση τοῦ λαοῦ καὶ ξεπούλημα τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πόρων τῆς πατρίδας μας.
Τὰ μέτρα βέβαια δὲν ἀγγίζουν ὅλο αὐτὸ τὸ διεφθαρμένο οἰκονομικοπολιτικὸ καθεστὼς τῆς μεταπολίτευσης γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ δικαιοσύνη καὶ οἱ νόμοι εἶναι ἄγνωστες λέξεις καὶ ποὺ προσπαθεῖ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια νὰ διατηρήσει τὴν ἐξουσία στὰ βαμμένα μὲ τὸ αἷμα πολλῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔχουν αὐτοκτονήσει χέρια του.
Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ 3 χρόνια οἱ πλατεῖες γέμισαν μὲ ἀγανακτισμένους πολίτες, ἀπεργίες καὶ συλλαλητήρια ἔγιναν, δημόσια κτήρια καταλήφθηκαν ὡστόσο τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν σταμάτησε κανένα μέτρο ἀπὸ τὸ νὰ ἐφαρμοστεῖ. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ τὸ στημένο παιχνίδι τῶν ἐκλογῶν, ὁ νεοέλληνας ἀπέδειξε σὲ μεγάλο ποσοστὸ ὅτι φοβᾶται νὰ ἔρθει ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίζει ὅλη μέρα, ἴσως λόγου φόβου ἴσως καὶ λόγω ὅτι εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν σάπια κατάσταση ποὺ καὶ ὁ ἴδιος βοήθησε νὰ δημιουργηθεῖ.
Τὸ μέλλον θὰ....ἐπαληθεύσει ἢ θὰ διαψεύσει πολλοὺς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ βολεμένος καὶ καλοζωισμένος νεοέλληνας δὲν ἔχει πιθανὸν τὰ ἀντισώματα ἀντίστασης ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ βάλει ἕνα τέλος σὲ αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ πορεία ποὺ προδιαγράφεται γιὰ τὴν χώρα μας.
Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ ξεχειλίζουν τὰ χρήματα ἀπὸ τὶς τσέπες μας, ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας μᾶς ἔχει ξεπεράσει σὲ ρυθμοὺς αὐτὴ τῆς Κίνας, ἀφοῦ τὸ success story παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ, εἶχαν τὴ φαεινὴ ἰδέα νὰ ἀνοίξουν τὰ ἐμπορικὰ καταστήματα τὴν Κυριακή, ἀρχῆς γενομένης στὴν Θεσσαλονίκη τὴν Κυριακὴ 3 Νοεμβρίου.
Ἀρχικὰ εἶπαν τὸ μέτρο θὰ εἶναι γιὰ λίγες Κυριακὲς ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν σὲ ὅλες.
Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει γιὰ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο ποὺ σκέπτεται καὶ κρίνει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι οἱ τηλεπαρουσιαστὲς τῶν εἰδήσεων γιὰ αὐτόν, εἶναι «μὰ καλὰ ὁ χρόνος μᾶς λείπει γιὰ νὰ ψωνίσουμε ἢ τὰ χρήματα;»
Τὴν ἀπάντηση τὴν ξέρουν καὶ τὴν ξέρουμε ὅλοι μας.
Σὲ μία οἰκονομία ὅπου ἡ ἀνεργία εἶναι ὁ μοναδικὸς δείκτης ποὺ ἀνεβαίνει, ὅπου ὁ ἐμπορικός της κόσμος μαραζώνει καθημερινά, ποὺ τὰ λουκέτα ἔχουν πάρει διαστάσεις ἐπιδημίας καὶ ὅπου τὸ πιὸ συχνὸ ποὺ βλέπει κανεὶς στὶς βιτρίνες τῶν καταστημάτων εἶναι τὸ «Ἐνοικιάζεται», τὸ ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων τὶς Κυριακὲς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη χτύπημα στὴν μικρομεσαία ἑλληνικὴ ἐπιχείρηση ποὺ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει τὸν ἀνταγωνισμὸ πρὸς τὰ ἐμπορικά, κυρίως ξένων συμφερόντων, πολυκαταστήματα.
Δὲν χτυπιέται ὅμως μόνο ὁ μικρομεσαῖος Ἕλληνας ἔμπορος ἀλλὰ καὶ ὁ ἐργαζόμενος καθὼς ἀρκετοὶ ἐργοδότες ἔχουν τὴν πάγια τακτικὴ νὰ μὴν ἀποζημιώνουν μὲ τὸν νόμιμο τρόπο τοὺς ὑπαλλήλους τους, δηλαδὴ μὲ προσαύξηση 75% καὶ ρεπό.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ οἰκονομικὸ σκέλος σὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία.
Ἡ Κυριακὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἱερὴ μέρα μὲ ὅλη της τὴν σημασία. Πέρα ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ κομμάτι τῆς Κυριακάτικης ἀργίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας ἐκείνη τὴν ἡμέρα σμίγει ἡ οἰκογένεια καὶ οἱ φίλοι γύρω ἀπὸ τὸ μεσημεριανὸ τραπέζι. Αὐτὴ τὴν παραδοσιακὴ κατάσταση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια ἔρχονται τώρα οἱ φωστῆρες τῆς οἰκονομίας νὰ τὴν διαλύσουν.
Γιατί ὁ ὑπάλληλος ποὺ ἐργάζεται σὲ ἕνα ἐμπορικὸ κατάστημα εἶναι ὁ/ἡ σύζυγός μας, ὁ γονιός μας, ὁ ἀδερφὸς ἢ ἀδερφή μας, τὸ παιδί μας. Καὶ ἂν ὁ ἔμπορος μίας μικρομεσαίας ἐπιχείρησης μπορεῖ νὰ ἀποφασίσει νὰ μὴν ἀνοίξει τὸ κατάστημά του, αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ μεγάλα ἐμπορικὰ πολυκαταστήματα ποὺ στὸ βωμὸ τοῦ κέρδους μίας ἀκόμα ἐργάσιμης μέρας δὲν θὰ διστάσουν νὰ θυσιάσουν τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις.
Αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ πράματα ὅμως δὲν εἶναι τόσο δύσκολα γιὰ νὰ ἀντιδράσεις νεοέλληνα. Δὲν χρειάζεται νὰ κάνεις ἀπεργία, νὰ κατέβεις νὰ ἀποκλείσεις τὴν εἴσοδο κάποιου καταστήματος, νὰ συγκρουστεῖς μὲ τὴν ἀστυνομία. Ἁπλὰ κᾶνε αὐτὸ ποὺ ἔκανες τόσα χρόνια. Κάτσε σπίτι σου, πᾶνε βόλτα, βγὲς ἔξω γιὰ καφὲ ἢ γιὰ φαγητό. Ἁπλὰ μὴ πᾶς γιὰ ψώνια.
Ὁ καθένας ποὺ θὰ πάει γιὰ ψώνια ἐπιβραβεύει καὶ δικαιώνει τὴν ἐπιλογὴ αὐτῶν ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ἐπιτρέψουν τὸ ἄνοιγμα τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων τὴν Κυριακή. Ἂν τώρα ποὺ ξεκινάει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ μέτρο αὐτὸ δὲν ὑπάρξει ἀνταπόκριση ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ ἴδιος ὁ ἐμπορικὸς κόσμος θὰ τὸ παραμερίσει.
Ὁ καθένας ποὺ θὰ σκεφτεῖ τὴν Κυριακὴ νὰ μπεῖ σὲ ἕνα κατάστημα γιὰ ἀγορὲς, πρὶν σκεφτεῖ ἂν θὰ τοῦ ταιριάζουν τὰ παπούτσια ἢ τί χρῶμα θὰ πάρει τὸ φόρεμα, ἂς ἀναλογιστεῖ ὅτι ὁ ὑπάλληλος ποὺ θὰ τὸν ἐξυπηρετήσει δὲν εἶναι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὰ ἀγαπημένα τοῦ πρόσωπα. (πηγή)
Ας δούμε μερικές ιστορικές εκκλησιαστικές αναφορές περί της Αργίας της Κυριακής.
Ο Απ. Παύλος θεωρεί την εργασία μεγάλο και ισχυρό παράγοντα για την καλλιέργεια των αρετών, παράλληλα όμως, οι Χριστιανοί ενθυμούμενοι ότι ο Χριστός αναστήθηκε τη «μία των Σαββάτων» δηλ. την επομένη ημέρα, και θέλοντας να την τιμήσουν, δεν την ονόμασαν ημέρα αργίας αλλά ημέρα αγιασμού, κατά την οποία συγκεντρώνονταν για να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Μέγας και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος με Αυτοκρατορικό Διάταγμα της 3ης Μαρτίου 321 προς τη Ρώμη, επιβάλλει την πρώτη ημέρα της εβδομάδος ως ημέρα αργίας. Το Διάταγμα εντέλλεται όπως «όλοι οι δικασταί, ο λαός της πόλεως και αι λοιπαί εργασίαι οφείλουν να καταπαύουν κατά την αξιοσέβαστον ημέραν του Ηλίου» (C 111,12 2, in Corpus Juris Civilis τ. II, Codex Justinianus, Berlin 1927). Οι ειδωλολάτρες ονομάζουν την ημέρα «Sunday» (Sun = ήλιος) και οι Χριστιανοί «Κυριακή» επειδή ο Κύριος είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης.
Γι' αυτό κι εμείς, ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θέλουμε να τιμήσουμε την Ημέρα της Αναστάσεως, που μας υπενθυμίζει η εκκλησιαστική λειτουργική μας παράδοση κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ.

ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΗΣ
ΠΙΣΤΕΨΕ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
''Σκάσε επί τέλους να λες
συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός!''
Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ' κάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ό καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, "σκληρός άθεος" και άπιστος.
«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε "Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!..."Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. "Ύστερα από δύο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν "το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!...Δόξα Σοι, ό Θεός!...Δόξα Σοι, ό Θεός!..."
' Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό.' Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο πού του έδωσε και τους πόνους πού είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα "την Θεία Μεταλαβιά" κι εγώ ό άθλιος ξερνούσα από αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"! Δεν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός, πού εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει."Όχι! δεν υπάρχει...
Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε:
'Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. "Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ό Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του μ' εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω:
-Δεν υπάρχει Θεός.,. Δεν πιστεύω σε τίποτα...Ούτε στον Θεό ούτε ο αυτά τα «κολοκύθια» πού μου λες περί Βασιλείας του Θεού σου...Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται ή ψυχή απ' το σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις!
Και ή μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα "παραβάν", όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα "όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ό γέρος θα πεθάνει!!!".
Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια "Χαίρε" για την Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται "Χαιρετισμοί". Κατόπιν σιγοέψαλλε το "Θεοτόκε Παρθένε", το "Από των πολλών μου αμαρτιών...", το "Άξιον εστί", κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: "Καλώς τον Άγγελο μου! Σ ευχαριστώ, πού ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ' ευχαριστώ!... Σ ευχαριστώ!..." Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και κοιμήθηκε!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φώς, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ό άπιστος, ό άθεος, ό υλιστής, ό "ξιπασμένος", ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ' αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ερχόταν ή παράξενη αυτή μυρωδιά.
"Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι' αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
-Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην 'Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή ή ψυχή θα χωριστεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα; Γιατί δεν με εμποδίσατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω...
Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;... Από αυτή τη στιγμή μέχρι πού να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους 'Αγγέλους, τους 'Αγίους. Για τίποτε άλλο.
Ερχόταν οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
--"Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε…..'Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω.
Και σ' ένα - δύο επισκέπτες:
-Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!...
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί...»
Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ό Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο!' Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δύο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι' αυτός τον Θεό.
ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Ο Βλαντιμίρ Rostovcev τράβηξε βίντεο με την φωτογραφική του μηχανή. Νωρίς το πρωί επρόκειτο να πάει στην εργασία του, αλλά ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο του.Εκείνη την στιγμή την προσοχή του την τράβηξε το απίστευτο θέαμα ... Ο σταυρός ήταν στη μέση του αέρα για λίγα λεπτά.Μετά διαλύθηκε. Ο Vladimir λέει: «Είναι περίεργο, αλλά αφού έφυγε ο σταυρός το αυτοκίνητό μου ήταν μακριά και δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα ..."
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=cndgpd6zrE4
Ένας Μουσουλμάνος στην Αίγυπτο σκότωσε τη γυναίκα του και την έθαψε με τα δύο κοριτσάκια τους...
Ύστερα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι τα κορίτσια τα σκότωσε ένας
θείος τους. Μετά από 15 μέρες πέθανε ένα άλλο μέλος από το σόι τους. Οι
δικοί του αποφάσισαν να τοποθετήσουν τη σορό στον τάφο όπου βρισκόταν η
μητέρα και τα δύο κοριτσάκια. Όταν άνοιξαν τον τάφο για την κηδεία, οι παρευρισκόμενοι δεν πίστευαν στα μάτια και στα αυτιά τους: βρήκαν κάτω από το χώμα τα δύο κοριτσάκια ΖΩΝΤΑΝΑ!!!
Το εκπληκτικό γεγονός διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη τη χώρα και ο πατέρας των παιδιών ετοιμάστηκε για τη θανατική ποινή. Όπως ήταν φυσικό, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή πάνω στο μεγαλύτερο παιδί προκειμένου να τους διαφωτίσει για το πώς επέζησαν.
- Ένας άνδρας, ο οποίος φορούσε λευκά ρούχα που έλαμπαν σαν τον ήλιο, με χέρια ματωμένα από πληγές, ερχόταν και μας έδινε φαγητό, ήταν η απάντηση της μικρής. Ακόμη, ο άνθρωπος αυτός ξυπνούσε και τη μαμά μου για να περιποιηθεί την αδελφή μου.
Το εθνικό αιγυπτιακό κανάλι, το οποίο πήρε τη συνέντευξη, μετάδωσε μέσω της (μουσουλμάνας) δημοσιογράφου: «Ο άνδρας αυτός δε μπορεί να ήταν άλλος από τον ΙΗΣΟΥ, διότι κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιου είδους πράγματα!», όπως διαβάζουμε στα "Αττικά Νέα".
Μπορεί μεν οι μουσουλμάνοι να δέχονται ότι ο «ISA» (Ιησούς) τα έκανε όλα αυτά, αλλά οι πληγές δείχνουν ότι πραγματικά σταυρώθηκε, όπως επίσης είναι ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ΖΕΙ. Εξάλλου, κανείς δε διανοήθηκε να μη βασιστεί στα λόγια του κοριτσιού, γιατί ούτε αυτή ούτε η αδελφούλα του θα ήταν δυνατό να επιζήσουν αν δε συνέβαινε ένα πραγματικό θαύμα.
Οι ηγέτες των μουσουλμάνων βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα αδιέξοδο, καθώς ούτε την αυθεντικότητα του θαύματος μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε και να περιορίσουν την έκταση που πήρε η δημοσιότητα της όλης ιστορίας.

. .
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΥΜΕΩΝ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΜΑΙ...

ΠΗΓΗ: Απο το βιβλίο ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 2008 Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
. .
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΕΥΔΟ-ΑΓΓΕΛΟΛΟΓΙΑ
Aνησυχητικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας, νεοεποχίτικη πρακτικὴ πνευματικῆς σύγχυσης, ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό, ὑπάρχει μία αὐξανόμενη ἐνασχόληση καὶ ἀναφορὰ στοὺς ἀγγέλους σὲ πλῆθος νεοεποχίτικων περιοδικῶν,κοσμικῶν ἐντύπων, βιβλίων καὶ διαδικτυακῶν τόπων, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἔκδοση εἰδικῶν ad hoc περιοδικῶν.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὴ ἡ ἔκρηξη ἐνασχόλησης μὲ τοὺς ἀγγέλους ἔχει ὁδηγήσει κάποιους ἑτερόδοξους θεολόγους ἐρευνητὲς νὰ κάνουν λόγο γιὰ μία «νέα θρησκεία τῶν ἀγγέλων», ἡ ὁποία μάλιστα, ὅπως ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθεῖ, δὲν χρειάζεται καμμία πίστη στὸν Θεό.
Σύμφωνα μὲ μία ἄλλη προσέγγιση, τὸ φαινόμενο μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐπίσης, ὡς μία ἐκκοσμικευμένη μορφὴ λαϊκῆς θρησκευτικότητας τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου.
Βεβαίως, ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο δὲν κινεῖται σὲ ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, ὡς μορφὴ ὑπενθύμισης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, τὸ ἔργο τους, τὴν ἀποστολή τους κ.λ.π. Πολὺ δὲ περισσότερο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ οὔτε στὰ εὐρύτερα χριστιανικὰ ἀποδεκτὰ πλαίσια διδασκαλίας σχετικὰ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους.
Δυστυχῶς, ἡ προτεσταντικὴ θεολογία τοῦ 19 καὶ 20 αἰ. ἔχει διαφορετικὲς θέσεις περὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, πολλὲς ἐκ τῶν ὁποίων κινοῦνται μεταξὺ ἄρνησης καὶ ἀντίθεσης πρὸς τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διδασκαλία.
Ἀντιθέτως, ἡ ἐνασχόληση μὲ τοὺς ἀγγέλους στὴν σύγχρονη ψευδο-αγγελολογία, ἄλλοτε ἔχει σαφῶς συγκρητιστικὸ περιεχόμενο, συνδυάζοντας χριστιανικά, ἰουδαϊκά, ἰσλαμικά, ἐξωχριστιανικὰ καὶ ἐσωτεριστικὰ στοιχεῖα, γεγονὸς ποὺ θυμίζει ἔντονα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀρχαίου Γνωστικισμοῦ, καὶ ἄλλοτε ἔχει εὐδιάκριτα νεοεποχίτικα χαρακτηριστικα, κάτι ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιὸ συνηθισμένο, μὲ ἀφετηρία καὶ περιεχόμενο ξεκάθαρα ἀποκρυφιστικό.
Ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀγγέλους εἶναι γνωστὴ στὸν χῶρο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καὶ μάλιστα σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Ἀναφέρεται πολὺ χαρακτηριστικὰ σὲ ἀντιπροσωπευτικὸ ἔργο τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου:
«Σπουδαῖος ρόλος ἀποδίδεται εἰς τὴν Ἀγγελολογίαν ὑπὸ τῆς πρακτικῆς Καββάλας καὶ ἐν συνεχείᾳ ὑπὸ τῆς τελετουργικῆς Μαγείας τοῦ δυτικοῦ Ἐσωτερισμοῦ. (…) Ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ συνάγεται ὅτι ἡ Ἀγγελολογία ἀποτελεῖ σημαντικὸν κρίκον εἰς τὴν ἅλυσον τῆς ἐσωτερικῆς παραδόσεως» Ἀποκρυφιστικοῦ χαρακτήρα. Ἀγγελολογία ἔχουμε ἐπίσης στὸν χῶρο τοῦ Τεκτονισμοῦ, τοῦ μονίμως, ὡς γνωστόν, διαβεβαιοῦντος, ὅτι δὲν ἔχει θρησκευτικὸ χαρακτήρα, καὶ μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἀντιπροσωπευτικὸ ἔργο τοῦ χώρου, στὰ Τυπικὰ Μύησης κάποιων ἀνωτέρων βαθμῶν.
Ἐπιπλέον, σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο, καταγράφονται καὶ ὀνόματα ἀγγέλων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ ἀποκρυφιστικὲς πηγές, π.χ. τὴν Καμπάλα, τὸν Ἑρμητισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰσλαμικὴ ἀγγελολογία. Ἀντιπροσωπευτικά, θὰ ἀναφέρουμε μόνο ἕνα ὄνομα ἀγγέλου, μεταξὺ τῶν 16 ποὺ ἀναφέρονται στὸ τεκτονικὸ ἔργο, καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικό:
«Ἀριήλ, τὸ πνεῦμα τοῦ ἀέρος, ὅστις εἰς ἀνώτερον τεκτονικὸν βαθμὸν συνδέεται μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἁγνότητος. Κατὰ τοὺς Μάγους Καββαλιστάς, ὁ Ἀριὴλ ἀποκαλύπτει κρυμμένους θησαυροὺς καὶ μυστικὰ τῆς φύσεως».
Μία ἀκόμη ἀποκρυφιστικὴ πτυχὴ τῆς παλαιότερης καὶ σύγχρονης ἀποκρυφιστικῆς ἀγγελολογίας σχετίζεται μὲ τὴν ἀστρολογία.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀστρολογία, οἱ μῆνες τοῦ ἔτους, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, οἱ πλανῆτες κ.λ.π. ἔχουν πνεύματαἀγγέλους προστάτες ἤ, ταυτοχρόνως ἀπὸ ἀστρολόγους, συσχετίζονται μὲ τὶς λεγόμενες καρμικὲς ἀναφορές, σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τοῦ χώρου. Ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα, μ᾿ ἕνα κατ᾿ ἐξοχὴν προσεκτικὸ καὶ θελκτικὸ λεξιλόγιο, ἡ νεοεποχίτικη καὶ ἀποκρυφιστικὴ ψευδο-αγγελολογία στὰ ἔντυπα τοῦ χώρου της, σὲ διαδυκτιακοὺς τόπους, σὲ κοσμικὰ περιοδικά, σὲ εἰδικὰ σεμινάρια ποὺ διοργανώνονται γιὰ ἐπικοινωνία μὲ ἀγγέλους, σὲ εἰδικὲς κάρτες ἀγγέλων, χρησιμοποιεῖ ὀνόματα ἀγγέλων ποὺ συναντᾶμε σὲ ἀποκρυφιστικοὺς χώρους.
Ἡ αἰχμὴ ὅμως τοῦ δόρατος τῆς σύγχρονης νεοεποχίτικης καὶ ἀποκρυφιστικῆς ψευδοαγγελολογίας εἶναι ἡ πρακτικὴ νὰ παρουσιάζει τοὺς ἀγγέλους, ὄχι ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς αὐθύπαρκτες πνευματικὲςἀγαθὲς ὀντότητες προστασίας, ὡς ὀντότητες φωτὸς καὶ ἀγάπης, ὡς ἀντικείμενο διαλογισμοῦ, ὡς πηγὲς ἐνέργειας, ὡς θεϊκὲς φανερώσεις.
Ἐπιπλέον, γίνεται λόγος γιὰ παρουσία τέτοιων ἀγγελικῶν, ὑποτίθεται ὀντοτήτων, στὶς λεγόμενες ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες, ἢ σχετίζονται ἀκόμα καὶ μὲ ἀνορθόδοξες θεραπείες (π.χ. ἀγγελικὸ ρέϊκι). Ἰδιαιτέρως στὴν νεοεποχίτικη ἔκφανση τῆς σύγχρονης ψευδοαγγελολογίας, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο παραμορφώνεται, διαστρεβλώνεται καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο μετάδοσης ἀντιχριστιανικῶν θέσεων, εἶναι τὸ θέμα τοῦ Φύλακα Ἀγγέλου.
Μέσα σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀποκρυφιστικὴ καταχνιά, δὲν ἀπουσιάζει σύζευξη τῆς ψευδο-αγγελολογίας καὶ μὲ τὴν σύγχρονη μετεξέλιξη τοῦ πνευματισμοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Channeling, ὅπου διάφοροι μεσάζοντες (Medium) παρουσιάζονται ὡς κανάλια-ἀγωγοὶ μηνυμάτων κάποιων, δῆθεν ἀγγελικῶν, ὀντοτήτων.
Ἀξιολογώντας αὐτὴ τὴν ἔκρηξη τῆς σύγχρονης ψευδο-αγγελολογίας ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς καὶ λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸν εὐαγγελικὸ λόγο, ὅτι τὸ δέντρο γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς (Mατθ. ιβ΄ 33), πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι ἀναμφιβόλως βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ μορφὴ δαιμονολογίας ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀγγελολογία (Β΄ Κορ. ια΄ 14).
ΠΗΓΗ: Πατήρ Βασίλειος Γεωργόπουλος, Λέκτορας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
. .
ΠΕΝΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ "ΝΑ ΔΟΥΝ"
(μεταφ. treloggianis.blogspot.com)
Οι παρακάτω περιπτώσεις δείχνουν ότι
ο Θεός εμφανίζεται μόνον όταν Τον αναζητάς με οδύνη,
όταν η εύρεσή Του δεν είναι για σένα δευτερεύον ζήτημα,
αλλά ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Η αναζήτηση του Θεού μπορεί να
κρατήσει χρόνια και οπωσδήποτε συνοδεύεται από έντονους
συνειδησιακούς σεισμούς. Είτε μου αρέσει είτε όχι, όταν
γεμίζω τη ζωή μου με άλλες ανάγκες και ενδιαφέροντα, και
απλώς λέω (όταν το θυμηθώ), «αν ο Θεός θέλει να Τον
πιστέψω, ας εμφανιστεί να Τον δω», ο Θεός ΔΕΝ
εμφανίζεται. Ο λόγος είναι απλός: Εκείνος θέλει να Τον
πιστέψω, εγώ όμως θέλω;
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938).
«Έζησε στη γη ένας άνθρωπος, άνδρας με άσβεστη
πνευματική δίψα, που λεγόταν Συμεών. Προσευχόταν για
πολύν καιρό με ασταμάτητο θρήνο: «Ελέησόν με!». Αλλά δεν
τον άκουγε ο Θεός.
Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια
προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν.
Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος!»
(=αλύπητος). Και όταν με αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι
μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε
ξαφνικά τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και
όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη, που, αν κρατούσε ακόμη
μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε
πια να λησμονήσει το ανείπωτα πράο, το απέραντα
αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από υπερνοητή ειρήνη
βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς
ζωής του μαρτυρούσε ακούραστα ότι «ο Θεός αγάπη εστίν»,
αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου» (βλ. π. Σωφρονίου [Σαχάρωφ],
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου
Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003).
Ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ
(1896-1993), Ρώσος ζωγράφος στο Παρίσι, με οκταετή
θητεία στον υπερβατικό διαλογισμό και μεταφυσικές
εμπειρίες μέσω του διαλογισμού. Για χρόνια αντιμετώπισε
πειρασμούς, όπως «αν υπάρχει Θεός, πώς είναι δυνατόν να
μην είμαι εγώ ο Θεός;» και «γιατί ο Ιησούς να είναι ο
Υιός του Θεού και όχι εγώ;». Εγκατέλειψε το μυστικισμό
αυτού του είδους απογοητευμένος και, όταν ανακάλυψε την
ορθοδοξία, ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός.
Οι θεοπτικές εμπειρίες του (όραση του
ακτίστου φωτός) ήταν κατακλυσμιαίες, πράγμα που τον
στήριξε σε περιόδους επίπονων προσπαθειών να πλησιάσει
το Θεό και οδυνηρής μετάνοιας για την προηγούμενη
απόρριψή Του. Από αυτές κατάλαβε ότι ο Θεός είναι
ταπεινή αγάπη και ότι έρχεται όταν Εκείνος θέλει (όταν
κάποιος πρόκειται αληθινά να ωφεληθεί), ενώ ο άνθρωπος
είναι αδύνατο να προκαλέσει την εμφάνισή Του με κάποια «μέθοδο»
(βλ. π. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί [=Θα
δούμε το Θεό όπως είναι]).
Ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ, μετέπειτα
ορθόδοξος επίσκοπος στην Αγγλία. Ως νέος, ήταν
σκληροπυρηνικός άθεος. Βασανιζόταν όμως έντονα από την
απουσία νοήματος στη ζωή. Αποφάσισε λοιπόν να ερευνήσει
αν υπήρχε νόημα στη ζωή και, αν σε ένα χρόνο διαπιστώσει
ότι δεν υπάρχει νόημα, να αυτοκτονήσει. Μια μέρα,
παρακινημένος από φίλο του, παρακολούθησε την ομιλία
ενός Ρώσου ορθόδοξου ιερέα. Αυτά που άκουσε τον
εξόργισαν τόσο, ώστε, γυρίζοντας σπίτι, πήρε την Καινή
Διαθήκη της μητέρας του, για να δει αν το Ευαγγέλιο
υποστηρίζει αυτά που είπε ο ιερέας στην ομιλία του. Λίγη
ώρα αργότερα, είχε την αίσθηση ότι Κάποιος καθόταν,
αόρατος, απέναντί του – και ότι Αυτός ο «κάποιος» ήταν ο
Χριστός.
[Σημειωτέον ότι, επειδή ήταν απόλυτα
σίγουρος για την ανυπαρξία του Θεού, δεν είναι λογικό να
«φαντάστηκε» την παρουσία του Χριστού. Θα έπρεπε να «φανταστεί»
κάτι σύμφωνο με τις απόψεις του, όχι αντίθετο με αυτές].
Βλ. π. Ιωάννη Κωστώφ, Αθεϊσμός – Τίνος είναι η
αυταπάτη.
Ο Γκλεμπ Ποντμοσένσκι, μετέπειτα π.
Γερμανός, ιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της
Αλάσκας (Καλιφόρνια):
«Επιθυμούσα τη ζωή αλλά έπρεπε να
ξέρω γιατί. Να ζω απλώς και μόνον επειδή γεννήθηκα, για
να υποφέρω αναίτια και να πεθάνω; Εγώ δεν ζήτησα να
γεννηθώ! Ήθελα πραγματικά να ζήσω, αλλά είχα ήδη
προχωρήσει πιο πέρα από μια κατάσταση απελπισίας, όπου
τα πάντα μοιάζουν αφόρητα απεχθή και μια δαιμονική
ενέργεια πλήρους αδιαφορίας κυριεύει ολόκληρο το είναι
του ανθρώπου αφαιρώντας κάθε φυσικό φόβο. Αυτή η
κατάσταση μπορεί να ονομαστεί “βουβός τρόμος”. Έχοντας
λοιπόν περάσει ο ίδιος από μια τέτοια εμπειρία, γνωρίζω
τι περνούν στις μέρες μας οι νέοι με αυτοκτονικές τάσεις.
Υπήρξα κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ –
δεκαεννιά χρονών».
Μόνον η χάρη του Θεού μπορούσε να
γλιτώσει τον Γκλεμπ από μια τέτοια κατάσταση. Στεκόταν
σε μια γέφυρα στη Βοστόνη και σκεπτόταν ν’ αυτοκτονήσει,
όταν, αίφνης, του ήρθε σαν αστραπή μια ανάμνηση από
πολλές έγχρωμες φωτογραφίες ενός αγίου που γνώριζε από
παιδί – του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Ρώσος αυτός
ασκητής του 14ου αιώνα είχε ζήσει όπως
ακριβώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει: μαζί με το
Θεό στην αγκαλιά της φύσης. Ο λογισμός ψιθύρισε στον
Γκλεμπ: «Δώσε μια ευκαιρία. Δες αν μια τέτοια γνήσια ζωή
αγνότητας, μακριά από τον κόσμο και σε ενότητα με τη
φύση, είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν είναι, αν όλα
τούτα είναι απλώς η ψευδαίσθηση ενός ονειροπόλου, ένα
παραμύθι, ένα “όπιο του λαού”, τότε μόνο αφαίρεσε τη ζωή
σου…».
(Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν],
π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του, τ. Α΄,
Μυριόβιβλος 2006, σελ. 293-294)
Ο Ευγένιος Ρόουζ, μετέπειτα π. Σεραφείμ
Ρόουζ (1931-1982), συνιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου
Γερμανού της Αλάσκας:
Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής
του, άρχισε να ζει στο κλίμα του ηδονισμού και της
σεξουαλικής ανηθικότητας. […] Ο Ευγένιος προκαλούσε το
Θεό, όπως είχε κάνει και στην κορυφή του βουνού Μπάλντυ
– αυτή τη φορά, αψηφώντας τους νόμους Του. […] Όπως ο
ίδιος ανέφερε αργότερα, αυτή ήταν η πιο σκοτεινή και η
πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι απαγορευμένες
πράξεις τον αηδίαζαν, ακόμα και τη στιγμή που τις έκανε.
Κατόπιν, επέσπευδαν την εμφάνιση μέσα του μακροχρόνιων
περιόδων κατάθλιψης. […]
Όμως ακόμα και στα πιο άγρια μεθύσια
του, ο Θεός, τον οποίο είχε απορρίψει ως «αφηρημένη
έννοια», δεν τον άφηνε ήσυχο. Σε ένα γράμμα του προς
κάποιο φίλο στην Πομόνα, γραμμένο σε κατάσταση μέθης,
εξαπέλυε λόγια κακόβουλου, δαιμονικού παλληκαρισμού και
στη συνέχεια κατέληγε με το ερώτημα: «Ξέρεις για ποιο
λόγο είμαι στο Σαν Φρανσίσκο; Επειδή θέλω να μάθω ποιος
είμαι και ποιος είναι ο Θεός. Εσύ θέλεις να τα μάθεις
αυτά; Για μένα, αυτά είναι τα μόνα πράγματα που με
νοιάζει να μάθω». (Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], στο
ίδιο, σελ. 104-105).
Ιδιαίτερα ταλαντούχος, διδάκτορας των
ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο
Ευγένιος εγκατέλειψε την προοπτική να γίνει καθηγητής
πανεπιστημίου, απογοητευμένος από τη διαφθορά και την
υποκρισία που είδε στους πανεπιστημιακούς κύκλους.
Μελέτησε την κινέζικη σοφία, ασχολήθηκε με το βουδισμό
ζεν, όταν όμως ανακάλυψε την ορθοδοξία «ένιωσε» ότι «βρήκε
την πατρίδα». Μετά από βαθιά μελέτη, έγινε ορθόδοξος,
αργότερα μόνασε στα δάση της Καλιφόρνιας με τον π.
Γερμανό και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους
ορθόδοξους διδασκάλους στο δυτικό κόσμο.
. .
Αμφίεση: Δεν είναι τόσο απλό όσο το νομίζετε, αλλά τόσο σοβαρό όσο δεν το φαντάζεσθε !

Ορισμένοι
έχουν την γνώμη ότι το θέμα της αμφιέσεως (του ντυσίματος), είναι
ασήμαντο από πλευράς ορθής Χριστιανικής συμπεριφοράς.
Είναι όμως σωστή αυτή η άποψη;
Ασφαλώς όχι, όπως θα βεβαιωθεί κάθε καλόπιστος Χριστιανός που θα μελετήσει τις πιο κάτω σοβαρές θέσεις.
Είναι όμως σωστή αυτή η άποψη;
Ασφαλώς όχι, όπως θα βεβαιωθεί κάθε καλόπιστος Χριστιανός που θα μελετήσει τις πιο κάτω σοβαρές θέσεις.
Από την Αρχαιότητα:
«Θεωρώ χαμένον , εκείνον που έχασε την ντροπή » (Πλάτων).
«Όταν η γυναίκα αποβάλλει τον χιτώνα, αποβάλλει και την αιδώ (την ντροπή δηλαδή)» (Ηρόδοτος).
«Η μυαλωμένη γυναίκα ούτε τον πήχυ του χεριού της δεν αφήνει ελεύθερο για να τον βλέπουν δημόσια » (Πλούταρχος).
«Το χρώμα της ντροπής είναι το ωραιότερο » (Αριστοτέλης).
«Σεβάσμια ντροπή, μακάρι σε όλων των ανθρώπων την ψυχή να θρονιαζόσουν και να έδιωχνες την αδιαντροπιά » (Ευριπίδης).
Από την Αγία Γραφή:
«Η Εσθήρ εκαλλωπίσθη , δια να ελκύση τον Αρταξέρξην » (Παλαιά Διαθήκη , Εσθήρ 5,1).
«Η Εσθήρ εκαλλωπίσθη , δια να ελκύση τον Αρταξέρξην » (Παλαιά Διαθήκη , Εσθήρ 5,1).
«Καθένας
που βλέπει μια γυναίκα και την επιθυμεί , αυτός πλέον αμάρτησε μέσα
στην καρδιά του » (Καινή Διαθήκη , Ιησούς Χριστός , Ματθαίος 5,28).
Και
αν η γυναίκα είναι σεμνά ντυμένη τότε δεν φταίει βέβαια αυτή , που ένας
άντρας την βλέπει με πονηρό βλέμμα. Εάν όμως είναι άσεμνα ντυμένη τότε η
ευθύνη της είναι τρομερή , διότι ο Χριστός μας έχυσε το Aίμα Του για τη
Σωτηρία των ψυχών.
«Μην
έχετε ψεύτικες ελπίδες και μη σας εξαπατούν πόρνοι , μοιχοί ,
ομοφυλόφιλοι , κλέφτες , άρπαγες , ... δεν πρόκειται να κληρονομήσουν
την Βασιλείαν του Θεού» (Καινή Διαθήκη , Απόστολος Παύλος , A΄
Κορινθίους 6,9).
Εννοείται
φυσικά ότι αυτό ισχύει, εάν εκείνοι δεν μετανοήσουν και δεν
εξομολογηθούν. Και επειδή η άσεμνη αμφίεση οδηγεί συνήθως στην πορνεία ,
τη μοιχεία, την ομοφυλοφιλία κτλ., άρα μας κλείνει την πόρτα του
Παραδείσου. Είναι μικρό αυτό ; Μα υπάρχει και χειρότερο ;
«Θέλω
οι γυναίκες να προσεύχονται με ενδυμασία σεμνή. Να στολίζουν τον εαυτό
τους με αίσθημα εντροπής και σωφροσύνης » (Καινή Διαθήκη , Απόστολος
Παύλος , Α΄ Τιμ . 2, 9 -10).
Ο
Απόστολος Παύλος δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι φύλαγε τα ρούχα εκείνων
που λιθοβολούσαν τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο , το διαμάντι αυτό του
Χριστιανισμού.
Εσύ Χριστιανή μου , πώς θα μπορέσεις να το ξεχάσεις , εάν εξ ’ αιτίας σου χάσουν οι αδελφοί σου τη Βασιλεία του Κυρίου , την Αιωνιότητα ;
Εσύ Χριστιανή μου , πώς θα μπορέσεις να το ξεχάσεις , εάν εξ ’ αιτίας σου χάσουν οι αδελφοί σου τη Βασιλεία του Κυρίου , την Αιωνιότητα ;
Από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας:
«Γνώριζε
ότι όσες ψυχές κάψει το άσχημο ντύσιμό σου, θα τις ζητήσει ο Κύριος από
τα χέρια σου » (Απόφθεγμα των Αγίων Πατέρων, από το βιβλίο «Ευλογημένο
Καταφύγιο» του Κόντογλου).
«Η αιδώς προστατεύει την αγνότητα όπως τα φύλλα προστατεύουν τον καρπό» (Άγιος Γρηγόριος).
«Από
την ημέρα που δεν θα είμαστε πλέον ικανοί να κοκκινίσουμε , θα πρέπει
να ομολογήσουμε ότι πέσαμε πολύ χαμηλά » (Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας).
Και
μη μιμείσαι τις κοινές γυναίκες γιατί αυτές με τέτοια (άπρεπη) αμφίεση
πολλούς εραστές προσελκύουν. Και γιατί πολλοί απωλέσθησαν (έχασαν δηλαδή
την ψυχή τους) εξ ’ αιτίας της θεωρίας : «Τι θα πάθω εγώ , εάν μπει σε
πειρασμό κάποιος άλλος;» Εσύ όμως δίνεις την αφορμή με την αμφίεση , με
το βλέμμα , με τις κινήσεις. Γι ’ αυτό ο Απόστολος κάνει λόγο για την
αμφίεση , για την ντροπή.
«Ου
βούλομαι σεμνότητι λόγων καλλωπίζεσθαι , αλλά σεμνούς ποιήσαι τους
ακούοντας» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Δηλαδή, δεν θέλω με την
σεμνότητα των λόγων μου να καλλωπίζομαι, αλλά θέλω να κάνω σεμνούς όσους
τα ακούνε.
«Αφού
μια γυναίκα αγέρωχη ντύθηκε σκανδαλωδώς, καλεί κοντά της αυτούς που θα
την δουν και είναι σαν να προσέφερε ένα ποτήρι γεμάτο δηλητήριο στους
περαστικούς . Αδιάφορο αν κανείς δεν το ήπιε , αυτή όμως είναι ένοχη »
(Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης).
«Όταν φύγει η ντροπή από τον άνθρωπο, εκείνος γίνεται πρόξενος πολλών κακών » (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Από διάφορα περιστατικά:
«Όταν την μάρτυρα Περπέτουα την έριξαν στα θηρία , την τραυμάτισαν και της έσχισαν το χιτώνα με αποτέλεσμα να φανεί ο μηρός . Tότε εκείνη αμέσως έσπευσε να καλύψει το γυμνό μηρό της , υπολογίζοντας περισσότερο την σεμνότητα από τους φρικτούς πόνους ».
«Όταν την μάρτυρα Περπέτουα την έριξαν στα θηρία , την τραυμάτισαν και της έσχισαν το χιτώνα με αποτέλεσμα να φανεί ο μηρός . Tότε εκείνη αμέσως έσπευσε να καλύψει το γυμνό μηρό της , υπολογίζοντας περισσότερο την σεμνότητα από τους φρικτούς πόνους ».
«Για
να μιλήσουμε γενικά, άνευ αιδούς είναι αδύνατη η ύπαρξη κοινωνίας και
πολιτείας . Την αιδώ ετίμησεν ανέκαθεν η ανθρωπότης , η οποία δεινώς
ετιμωρήθη , όσες φορές την περιφρόνησε . Η αιδώς είναι αξία απόλυτη και
αιώνια » (Σ. Καλλιάφας , Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών).
«Στην Αγγλία το 30 % των βιασμών οφείλεται στην άσεμνη αμφίεση των γυναικών» , λέει μια στατιστική.
«Το
πρόβλημα της ζωής ή του εξαφανισμού των λαών εξαρτάται από την αιδώ και
από τίποτε άλλο » (Ο διαπρεπής ψυχολόγος και παιδαγωγός E. Stpanger).
Στην
Ανατολή έχουν μια ιστορία : Κάποτε συναντήθηκαν στο δρόμο ένας διαβάτης
και η πανώλη (πανούκλα). «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο διαβάτης την πανώλη.
Κι εκείνη απάντησε : «Πηγαίνω στη Βαγδάτη για να πεθάνω 5.000
ανθρώπους». Ο διαβάτης όμως πληροφορήθηκε ότι στη Βαγδάτη δεν πέθαναν
5.000, αλλά 50.000 άνθρωποι. Όταν επιστρέφοντας ξανασυναντήθηκαν ο
διαβάτης της είπε: «Γιατί μου είπες ψέμματα ; Εσύ πέθανες 50.000». Και η
πανώλη απάντησε: «Όχι κύριε , εγώ 5.000 πέθανα , οι υπόλοιποι πέθαναν
από το φόβο τους».
Έτσι
συμβαίνει ακριβώς και με τη μόδα. Όλες οι γυναίκες δεν την ακολουθούν
επειδή το επιθυμούν , αλλά επειδή φοβούνται μήπως θεωρηθούν
οπισθοδρομικές. Έτσι χάνουν την αξιοπρέπειά τους , πολλές φορές την τιμή
τους και κάποτε και την ψυχή τους. Από φόβο κι αυτές το παθαίνουν.
Κάποτε
είχαν δέσει με ένα χονδρό σχοινί ένα λιοντάρι, το οποίο το είχαν
κλείσει σε ένα κλουβί. Τη νύχτα όμως ένα ποντικάκι έφαγε σιγά – σιγά το
σχοινί. Όταν το πρωί μπήκε στο κλουβί ανύποπτος ο θηριοδαμαστής , του
επιτέθηκε το ελεύθερο λιοντάρι και τον τραυμάτισε θανάσιμα.
Το
λιοντάρι μοιάζει με τα πάθη μας. Το σχοινί συμβολίζει την αιδώ και το
ποντικάκι παριστάνει τη μόδα. Η αιδώς είναι ο φρουρός της αρετής που μας
προφυλάσσει από το λιοντάρι (τα πάθη μας), γιατί το κρατάει πάντα
δεμένο. Το ποντικάκι όμως , η μόδα , που εμείς δεν του δίνουμε σημασία ,
τρώει σιγά –σιγά το σχοινί και αφήνει ελεύθερο το λιοντάρι (τα πάθη
μας). Τότε με πολλή ευκολία εκείνο μας τραυματίζει σοβαρά, κάποτε δε και
θανάσιμα. Διότι χωρίς αιδώ χάνουμε την αξιοπρέπειά μας , την τιμή μας
και κάποτε και την ψυχή μας.
Συμπέρασμα
Λοιπόν,
δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλλειψη αιδούς είναι αυτή που οδηγεί στην
ανηθικότητα και κατακλύζει την εποχή μας. Και αυτή αποτελεί τον μεγάλο
κίνδυνο για την κοινωνία μας, για την υπόσταση του έθνους μας αλλά και
του κόσμου ολόκληρου. Στην έλλειψη αυτής οφείλεται η απώλεια αμετρήτων
ψυχών, για τις οποίες ο Κύριος έχυσε το Αίμα Του επάνω στον Σταυρό.
Αλλά
ο Απόστολος δεν ντρέπεται να γράφει στις επιστολές του και να φωνάζει,
χωρίς περιστροφές, άλλη φορά το «πόρνους και μοιχούς κρίνει ο Θεός» και
σήμερα το «φεύγετε την πορνείαν». Τίποτα περισσότερο δεν μολύνει και δεν
ακρωτηριάζει το Σώμα της Εκκλησίας, δεν ζημιώνει και δεν ταπεινώνει τον
άνθρωπο, δεν σκάβει και δεν ξεριζώνει την ψυχική και την σωματική
υγεία, δεν αναστατώνει και δεν εξαφανίζει λαούς και πολιτισμούς, τίποτε
περισσότερο από αυτήν την αμαρτία και την βρωμιά , που είναι η παράβαση
της Έβδομης Εντολής. Εξαιτίας αυτής της αμαρτίας κατέστρεψε ο Θεός τον
κόσμο στα χρόνια του Νώε, εξαιτίας αυτής της ακαθαρσίας έκαψε τα Σόδομα
και τα Γόμορα, εξαιτίας αυτής της βρωμιάς κινδυνεύει ο σύγχρονος κόσμος.
Όλα
είναι παραδομένα στον καιρό μας (και το μυαλό και η ζωή των ανθρώπων),
στο λεγόμενο σεξ. Ας μη μας κατηγορήσει κανείς πως λέμε υπερβολές!!!
Δεν
είναι λοιπόν ασήμαντο το θέμα της αιδούς, αλλά το σημαντικότερο. Γι ’
αυτό έχει δίκαιο ο Μένανδρος της αρχαιότητας όταν γράφει : «Φοβερό
πράγμα η άγνοια και αιτία όλων των κακών που συμβαίνουν στους
ανθρώπους»!!!
Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Καπνίσης
Μετά από 1700 χρόνια σήμερα καταπατείται η Αργία της Κυριακής!
(Ούτε οι Τούρκοι δεν τα έκαναν αυτά!)
Μετά από 1700 χρόνια, σήμερα Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013 καταπατείται ἡ αργία της Κυριακής με απόφαση της νεοταξικής κυβερνήσεως...
Τὰ τελευταία 3 χρόνια ἔχουμε δεχτεῖ ὡς κοινωνία μία πληθώρα μέτρων ποὺ ὑποτίθεται πάρθηκαν γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀλλὰ, οὐσιαστικὰ ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια σὲ μεγαλύτερη φτωχοποίηση τοῦ λαοῦ καὶ ξεπούλημα τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πόρων τῆς πατρίδας μας.
Τὰ μέτρα βέβαια δὲν ἀγγίζουν ὅλο αὐτὸ τὸ διεφθαρμένο οἰκονομικοπολιτικὸ καθεστὼς τῆς μεταπολίτευσης γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ δικαιοσύνη καὶ οἱ νόμοι εἶναι ἄγνωστες λέξεις καὶ ποὺ προσπαθεῖ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια νὰ διατηρήσει τὴν ἐξουσία στὰ βαμμένα μὲ τὸ αἷμα πολλῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔχουν αὐτοκτονήσει χέρια του.
Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ 3 χρόνια οἱ πλατεῖες γέμισαν μὲ ἀγανακτισμένους πολίτες, ἀπεργίες καὶ συλλαλητήρια ἔγιναν, δημόσια κτήρια καταλήφθηκαν ὡστόσο τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν σταμάτησε κανένα μέτρο ἀπὸ τὸ νὰ ἐφαρμοστεῖ. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ τὸ στημένο παιχνίδι τῶν ἐκλογῶν, ὁ νεοέλληνας ἀπέδειξε σὲ μεγάλο ποσοστὸ ὅτι φοβᾶται νὰ ἔρθει ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίζει ὅλη μέρα, ἴσως λόγου φόβου ἴσως καὶ λόγω ὅτι εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν σάπια κατάσταση ποὺ καὶ ὁ ἴδιος βοήθησε νὰ δημιουργηθεῖ.
Τὸ μέλλον θὰ....ἐπαληθεύσει ἢ θὰ διαψεύσει πολλοὺς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ βολεμένος καὶ καλοζωισμένος νεοέλληνας δὲν ἔχει πιθανὸν τὰ ἀντισώματα ἀντίστασης ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ βάλει ἕνα τέλος σὲ αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ πορεία ποὺ προδιαγράφεται γιὰ τὴν χώρα μας.
Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ ξεχειλίζουν τὰ χρήματα ἀπὸ τὶς τσέπες μας, ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας μᾶς ἔχει ξεπεράσει σὲ ρυθμοὺς αὐτὴ τῆς Κίνας, ἀφοῦ τὸ success story παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ, εἶχαν τὴ φαεινὴ ἰδέα νὰ ἀνοίξουν τὰ ἐμπορικὰ καταστήματα τὴν Κυριακή, ἀρχῆς γενομένης στὴν Θεσσαλονίκη τὴν Κυριακὴ 3 Νοεμβρίου.
Ἀρχικὰ εἶπαν τὸ μέτρο θὰ εἶναι γιὰ λίγες Κυριακὲς ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν σὲ ὅλες.
Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει γιὰ ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο ποὺ σκέπτεται καὶ κρίνει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι οἱ τηλεπαρουσιαστὲς τῶν εἰδήσεων γιὰ αὐτόν, εἶναι «μὰ καλὰ ὁ χρόνος μᾶς λείπει γιὰ νὰ ψωνίσουμε ἢ τὰ χρήματα;»
Τὴν ἀπάντηση τὴν ξέρουν καὶ τὴν ξέρουμε ὅλοι μας.
Σὲ μία οἰκονομία ὅπου ἡ ἀνεργία εἶναι ὁ μοναδικὸς δείκτης ποὺ ἀνεβαίνει, ὅπου ὁ ἐμπορικός της κόσμος μαραζώνει καθημερινά, ποὺ τὰ λουκέτα ἔχουν πάρει διαστάσεις ἐπιδημίας καὶ ὅπου τὸ πιὸ συχνὸ ποὺ βλέπει κανεὶς στὶς βιτρίνες τῶν καταστημάτων εἶναι τὸ «Ἐνοικιάζεται», τὸ ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων τὶς Κυριακὲς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη χτύπημα στὴν μικρομεσαία ἑλληνικὴ ἐπιχείρηση ποὺ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει τὸν ἀνταγωνισμὸ πρὸς τὰ ἐμπορικά, κυρίως ξένων συμφερόντων, πολυκαταστήματα.
Δὲν χτυπιέται ὅμως μόνο ὁ μικρομεσαῖος Ἕλληνας ἔμπορος ἀλλὰ καὶ ὁ ἐργαζόμενος καθὼς ἀρκετοὶ ἐργοδότες ἔχουν τὴν πάγια τακτικὴ νὰ μὴν ἀποζημιώνουν μὲ τὸν νόμιμο τρόπο τοὺς ὑπαλλήλους τους, δηλαδὴ μὲ προσαύξηση 75% καὶ ρεπό.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ οἰκονομικὸ σκέλος σὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία.
Ἡ Κυριακὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἱερὴ μέρα μὲ ὅλη της τὴν σημασία. Πέρα ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ κομμάτι τῆς Κυριακάτικης ἀργίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας ἐκείνη τὴν ἡμέρα σμίγει ἡ οἰκογένεια καὶ οἱ φίλοι γύρω ἀπὸ τὸ μεσημεριανὸ τραπέζι. Αὐτὴ τὴν παραδοσιακὴ κατάσταση γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια ἔρχονται τώρα οἱ φωστῆρες τῆς οἰκονομίας νὰ τὴν διαλύσουν.
Γιατί ὁ ὑπάλληλος ποὺ ἐργάζεται σὲ ἕνα ἐμπορικὸ κατάστημα εἶναι ὁ/ἡ σύζυγός μας, ὁ γονιός μας, ὁ ἀδερφὸς ἢ ἀδερφή μας, τὸ παιδί μας. Καὶ ἂν ὁ ἔμπορος μίας μικρομεσαίας ἐπιχείρησης μπορεῖ νὰ ἀποφασίσει νὰ μὴν ἀνοίξει τὸ κατάστημά του, αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ μεγάλα ἐμπορικὰ πολυκαταστήματα ποὺ στὸ βωμὸ τοῦ κέρδους μίας ἀκόμα ἐργάσιμης μέρας δὲν θὰ διστάσουν νὰ θυσιάσουν τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις.
Αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ πράματα ὅμως δὲν εἶναι τόσο δύσκολα γιὰ νὰ ἀντιδράσεις νεοέλληνα. Δὲν χρειάζεται νὰ κάνεις ἀπεργία, νὰ κατέβεις νὰ ἀποκλείσεις τὴν εἴσοδο κάποιου καταστήματος, νὰ συγκρουστεῖς μὲ τὴν ἀστυνομία. Ἁπλὰ κᾶνε αὐτὸ ποὺ ἔκανες τόσα χρόνια. Κάτσε σπίτι σου, πᾶνε βόλτα, βγὲς ἔξω γιὰ καφὲ ἢ γιὰ φαγητό. Ἁπλὰ μὴ πᾶς γιὰ ψώνια.
Ὁ καθένας ποὺ θὰ πάει γιὰ ψώνια ἐπιβραβεύει καὶ δικαιώνει τὴν ἐπιλογὴ αὐτῶν ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ἐπιτρέψουν τὸ ἄνοιγμα τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων τὴν Κυριακή. Ἂν τώρα ποὺ ξεκινάει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ μέτρο αὐτὸ δὲν ὑπάρξει ἀνταπόκριση ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ ἴδιος ὁ ἐμπορικὸς κόσμος θὰ τὸ παραμερίσει.
Ὁ καθένας ποὺ θὰ σκεφτεῖ τὴν Κυριακὴ νὰ μπεῖ σὲ ἕνα κατάστημα γιὰ ἀγορὲς, πρὶν σκεφτεῖ ἂν θὰ τοῦ ταιριάζουν τὰ παπούτσια ἢ τί χρῶμα θὰ πάρει τὸ φόρεμα, ἂς ἀναλογιστεῖ ὅτι ὁ ὑπάλληλος ποὺ θὰ τὸν ἐξυπηρετήσει δὲν εἶναι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὰ ἀγαπημένα τοῦ πρόσωπα. (πηγή)
Ας δούμε μερικές ιστορικές εκκλησιαστικές αναφορές περί της Αργίας της Κυριακής.
Ο Απ. Παύλος θεωρεί την εργασία μεγάλο και ισχυρό παράγοντα για την καλλιέργεια των αρετών, παράλληλα όμως, οι Χριστιανοί ενθυμούμενοι ότι ο Χριστός αναστήθηκε τη «μία των Σαββάτων» δηλ. την επομένη ημέρα, και θέλοντας να την τιμήσουν, δεν την ονόμασαν ημέρα αργίας αλλά ημέρα αγιασμού, κατά την οποία συγκεντρώνονταν για να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Μέγας και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος με Αυτοκρατορικό Διάταγμα της 3ης Μαρτίου 321 προς τη Ρώμη, επιβάλλει την πρώτη ημέρα της εβδομάδος ως ημέρα αργίας. Το Διάταγμα εντέλλεται όπως «όλοι οι δικασταί, ο λαός της πόλεως και αι λοιπαί εργασίαι οφείλουν να καταπαύουν κατά την αξιοσέβαστον ημέραν του Ηλίου» (C 111,12 2, in Corpus Juris Civilis τ. II, Codex Justinianus, Berlin 1927). Οι ειδωλολάτρες ονομάζουν την ημέρα «Sunday» (Sun = ήλιος) και οι Χριστιανοί «Κυριακή» επειδή ο Κύριος είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης.
Γι' αυτό κι εμείς, ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θέλουμε να τιμήσουμε την Ημέρα της Αναστάσεως, που μας υπενθυμίζει η εκκλησιαστική λειτουργική μας παράδοση κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ.

Προσκυνήτρια, Α.Π.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΑΥΜΑ
impantokratos.gr
impantokratos.gr
Ένα πραγματικό γεγονός που το διηγείται επιβάτης σε αεροπλάνο που επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους στις 29 Αυγούστου του 2003.
Ήταν
χαράματα Παρασκευής, 29 Αυγούστου του 2003. Φεύγαμε με βαριά καρδιά
από την Ιερουσαλήμ, με κατεύθυνση προς Τελ Αβίβ και από εκεί για Αθήνα.
Είχαμε περάσει υπέροχα. Την προηγούμενη, είχαμε γιορτάσει Πανηγυρικά την Κοίμηση της Παναγίας μας στον Τάφο Της, αφού στα Ιεροσόλυμα η Κοίμηση εορτάζεται 13 ημέρες μετά, στις 28 Αυγούστου.
Ζήσαμε
μία πρωτόγνωρη, μοναδική εμπειρία. Το πανηγύρι ήταν μεγαλοπρεπές,
πλούσιο, γενναιόδωρο προς πάντας. Αργά το απόγευμα ετοιμάσαμε τις
βαλίτσες μας, το βράδυ λάβαμε μέρος στην αγρυπνία στον Πανάγιο Τάφο
και αμέσως μετά, γρήγορα στο πούλμαν που μας περίμενε ακριβώς έξω από
την παλαιά Πόλη. O καιρός ήταν καλός. O ουρανός έναστρος και μέσα σε μία
γλυκιά ησυχία απολαμβάναμε την Πόλη φωτισμένη. Είχαμε στυλώσει τα
μάτια μας στα τείχη της, αγκαλιάζοντας νοερά όλα τα Πανάγια
Προσκυνήματα, κλείνοντας τα ερμητικά μέσα στην καρδιά μας. Ένα σχεδόν
αδιόρατο ελαφρύ χαμόγελο πρόδιδε την κούραση των ημερών, αλλά και την
βαθιά ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό για όσα ζήσαμε. Η ευχαρίστηση μας
ήταν τόση, που δεν κλονίστηκε καθόλου από την παρατεταμένη αναμονή,
ούτε από τον εξαντλητικό έλεγχο των Ισραηλινών στο αεροδρόμιο.
Όταν
επιτέλους επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο - εάν θυμάμαι καλά ήταν ένα
δικινητήριο Airbus - πρόσεξα ότι τα φώτα του τρεμόπαιζαν συνεχώς και δεν
σταθεροποιούνταν σε μία συγκεκριμένη φωτεινότητα. Σκέφθηκα ότι κάποιο
καλώδιο δεν κάνει καλή επαφή και βυθίστηκα στο κάθισμα μου. Όταν
ξεκίνησε η τροχοδρόμηση, τα πρόβλημα στα ηλεκτρικά έγινε πιο έντονο,
ενώ παράλληλα ακούγονταν και ο χαρακτηριστικός ήχος μικρών, πολλαπλών
βραχυκυκλωμάτων. Δεν έδωσα σημασία· τα φώτα έσβησαν, απογειωθήκαμε και,
όταν ξανάναψαν το πρόβλημα υφίστατο σε μικρότερο βαθμό. Καθόμουν με
τη μητέρα μου στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους, μπροστά από το
φτερό, ενώ φίλοι και γνωστοί κάθονταν σε κοντινές θέσεις.
Μετά
από περίπου 20 λεπτά ακούσαμε έναν δυνατό θόρυβο και το αεροπλάνο
άρχιζε να τρέμει και να κινείται δεξιά και αριστερά, σαν να
«κοσκινίζει», όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος φίλος. O πιλότος είπε
πρώτα στα εβραϊκά και μετά στα αγγλικά να παραμείνουμε με τις ζώνες μας
δεμένες, το ίδιο έκαναν αμέσως και οι αεροσυνοδοί Αρχικά δεν δώσαμε
σημασία, ώσπου κοίταξα το φτερό και είδα την τουρμπίνα να φλέγεται και
να εκσφενδονίζει κομμάτια από πυρωμένο σίδερο! Μετά από ένα
καθησυχαστικό πρόλογο, την έδειξα στη μητέρα μου και στους γύρω φίλους.
Όλοι μας είχαμε ταξιδέψει πολλές φορές με αεροπλάνο, αλλά ήταν η πρώτη
φορά που βλέπαμε φλεγόμενο κινητήρα. Σφιχθήκαμε κάπως αλλά κρύψαμε
επιμελώς την ανησυχία μας, σιωπώντας. Κάποιοι από εμάς όπως έμαθα
αργότερα, λέγαμε νοερά την Ευχή. Μετά από αρκετά λεπτά έγινε νέα
ανακοίνωση που μας πληροφορούσε για την απώλεια του αριστερού κινητήρα
και ότι θα προσπαθήσουμε να φθάσουμε στα Ελευθέριος Βενιζέλος με τον
άλλον.
Δεν
πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά όταν ακούστηκε ένας λιγότερος δυνατός
θόρυβος από τη δεξιά πλευρά και νοιώσαμε όλοι τις ίδιες έντονες δονήσεις
του αεροσκάφους, αναμεμιγμένες με αναταράξεις. Κάποιοι που κάθονταν
μπροστά από το δεξί φτερό φώναξαν «πήρε φωτιά η τουρμπίνα»! Το μέχρι
τότε ήπιο και, μάλλον ευχάριστο κλίμα, του θαλάμου αντικαταστάθηκε
σύντομα από πανικό. Το αεροσκάφος έχανε διαρκώς και απότομα ύψος και
ακουγόταν ένας θόρυβος σαν σφύριγμα, που μετά θυμήθηκα ότι τον άκουγα
στις ταινίες, όταν έπεφταν οι βόμβες των αεροπλάνων. Οι αεροσυνοδοί, που
μόλις είχαν ξεκίνησε να προσφέρουν αναψυκτικά, ασφάλισαν τρέχοντας τα
καροτσάκια τους στις κατάλληλες θέσεις· κάθισαν γρήγορα κα προσδέθηκαν
κρατώντας το κεφάλι τους κοντά στα γόνατα. Αρκετοί καρδιοπαθείς και
ηλικιωμένοι έπαιρναν τα χάπια τους δύο-δύο. Μεταξύ συζύγων, γίνονται
δημόσιες εξομολογήσεις για το πότε απάτησε ο ένας τον άλλον και με ποιόν
και ζητούσαν συγχώρεση. Γιαγιάδες και παπούδες απεκάλυπταν στα παιδιά
τους ότι τους αδίκησαν στη διαθήκη τους και ζητούσαν συγχώρεση και
εκείνα την έδιναν, αλλά και τη ζητούσαν με τη σειρά τους για παλιές
άπρεπες συμπεριφορές. Φίλοι ομολογούσαν ότι με αφορμή το τάδε
περιστατικό είχαν πει ψέματα και συκοφαντήσει αλλήλους....
Όλα
τα παραπάνω μαζί με τη συνεχή και απότομη απώλεια ύψους, τις
ασυνήθιστες αναταράξεις και τη σιγή του πιλότου έκαναν βαριά την
ατμόσφαιρα. Σαν να μην έφθανε αυτό, κάποιος από τήν παρέα φώναξε «είχε
δίκιο ο τάδε», ενθυμούμενος τα λόγια ενός μοναχού, που του είχε πει,
παρουσία τρίτων, πριν από λίγες ήμερες ότι η Ελλάδα θα θρηνήσει
μεγαλύτερο αριθμό νεκρών από ό,τι το Πάσχα - αναφερόμενος στο δυστύχημα
λίγο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα στα Τέμπη - μόνο που αυτή τη φορά θα
είναι στη θάλασσα. Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε σοβαρά...
Το
αεροπλάνο άρχισε να παίρνει κλίση καταλάβαμε ότι προσπαθεί να στρίψει
και σκέφθηκα ότι θα επιστρέφαμε στο Τελ Αβίβ η ότι θα πηγαίναμε στην
Κύπρο. Σε λίγο σηκώθηκε μία αεροσυνοδός και πήγε βιαστικά να ασφαλίσει
κάποια αντικείμενα που έπεφταν. Τη σταμάτησα και τη ρώτησα τι ακριβώς
συνέβαινε. Η πρώην χαμογελαστή και γλυκομίλητη κοπέλα είχε γίνει
κατάχλωμη και είχε χάσει τη φωνή της. Ο φόβος κυριαρχούσε στην έκφραση
του προσώπου της, στα σφιγμένα δόντια και κορυφώνονχαν στα ματιά της.
Τη
ρώτησα εάν είχαμε χάσει και τους δυο κινητήρες και απάντησε με νεύμα
καταφατικά. «Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα το αντιμετωπίσουμε;»,
ξαναρώτησα. Έπαψε να με κοιτάζει στα μάτια, το βλέμμα της έγινε
μακρινό, σαν να κοιτούσε το κενό, κινούσε το κεφάλι της δεξιά και
αριστερά, ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, σαν όλα να είχαν τελειώσει και
έκανε να φύγει. Τη συγκράτησα έντονα από το χέρι φωνάζοντας
«Πέφτουμε;» και εκείνη μου έγνεψε πολλές φορές καταφατικά, χωρίς να
μπορεί να αρθρώσει λέξη και έτρεξε να προσδεθεί πάλι στο κάθισμα της,
κρατώντας σφιχτά το κεφάλι στα γόνατα. Πήραμε όλοι βαθιά ανάσα και
προσπαθούσαμε όσο το δυνατόν ψύχραιμα να συνειδητοποιήσουμε τα
συμβαίνοντα.
Το
πέπλο της μελαγχολίας έσκισε η δυνατή φωνή ενός ρασοφόρου: «Μην
φοβάστε, αδελφοί μου, ας προσευχηθούμε, δεν θα αφήσει ο Θεός!». Οι
ιερείς έβαλαν πετραχήλι και άρχισαν να διαβάζουν, κάποιοι λαϊκοί έλεγαν
νοερά την Ευχή και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε δυο ομάδες - τη δεξιά και
την αριστερή πτέρυγα του θαλάμου των επιβατών - και άρχισαν δειλά να
ψάλουν οι μεν την Παράκληση της Παναγίας, οι δε τους Χαιρετισμούς.
Αναθέσαμε την ελπίδα μας στον Θεό και αισθανθήκαμε πολύ καλύτερα
ξελαφρώσαμε.
Οι
αλλόθρησκοι επιβάτες, υπερβολικά φοβισμένοι σε σύγκριση μ' εμάς,
νόμιζαν ότι τραγουδούσαμε και μας κοίταζαν σαν να ήμασταν τρελοί.
Η παρήγορη όμως αυτή ψυχική ανάταση διεκόπη λίγο αργότερα, όταν έκανε
ανακοίνωση με τρεμάμενη φωνή ο πιλότος: «όπως ήδη καταλάβατε, πριν από
λίγη ώρα χάσαμε και το δεύτερο κινητήρα ανεφλέγη. Ρίξαμε τα καύσιμα και
θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε στο Μπεν Κουριόν (το αεροδρόμιο του
Τελ Αβίβ), αλλά...» του ήρθε ένας κόμπος στον λαιμό και σταμάτησε
απότομα. Προς στιγμήν πάγωσε το αίμα μας. Όπως και να το κάνουμε, αλλιώς
είναι να υποθέτεις βάσιμα πώς οδεύεις σε κάτι δυσάρεστο και αλλιώς
είναι να σου το επιβεβαιώνουν επισήμως! Μετά τις πρώτες αμήχανες
στιγμές, συνεχίσαμε όλοι μαζί να προσευχόμαστε από το σημείο που είχαμε
σταματήσει, άλλοι την Ευχή, άλλοι την Παράκληση, άλλοι τους
Χαιρετισμούς. Μού έκανε εντύπωση ότι προσεύχονταν θερμά και όσοι έδειχναν στο παρελθόν να μην πιστεύουν...
Προσπάθησα
να φερθώ ψύχραιμα σε σημείο που κατηγορήθηκα για αναισθησία. Εξήγησα
ήρεμα, με την ελπίδα να δώσω κουράγιο και σε κάποιους που έκλαιγαν:
«Κάποτε όλοι θα πεθάνουμε αυτό δεν αλλάζει. Τι μας μένει τότε; Το πόσα
χρόνια θα ζήσουμε και το πώς θα τα ζήσουμε. Όλοι μας θέλουμε να
ζήσουμε πολλά χρόνια, εάν όμως ο Θεός αποφάσισε να πεθάνουμε σήμερα,
ούτε αυτό αλλάζει· έξαλλου, δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε
ανθρωπίνως για να σωθούμε και δεν το κάνουμε. Άρα, εάν πάρουμε ως
δεδομένο ότι σήμερα θα κληθούμε σε απολογία, τι πρέπει να μας
ενδιαφέρει; Το σε ποιά κατάσταση βρίσκεται η ψυχή μας. Τώρα θα μού
πείτε: «είμαι σε άσχημη κατάσταση, αλλά, εάν είχα και άλλα χρόνια, θα
μετανοούσα!» Αυτή όμως η φιλοσοφική σκέψη δεν είναι της παρούσης, είναι
μάλλον ένας ευσεβής πόθος, γιατί είπαμε ότι παίρνουμε ως δεδομένο ότι
παραδίδουμε σήμερα. Άρα τι μάς μένει να κάνουμε; Να προσευχηθούμε
ειλικρινά και να ζητήσουμε με θερμή συγχώρεση των αμαρτιών μας. Όμως
πρέπει να έχουμε την ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, γιατί:
ο
Θεός από την άπειρη αγάπη Του για εμάς, δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει
κάτι προς ζημία της ψυχής μας, δηλαδή, εάν μάς πάρει σήμερα, αυτό θα πει
ότι θα μας πάρει στην καλύτερη στιγμή μας.
Οι περισσότεροι από εμάς εξομολογηθήκαμε και κοινωνήσαμε μόλις χθες στη εορτή της Παναγίας, άρα είμαστε κατά το δυνατόν έτοιμοι.
σκεφθείτε να φεύγαμε εντελώς απροετοίμαστοι; Όσοι ήρθαμε εδώ, δεν
ήρθαμε για τουρισμό αλλά για προσκύνημα· λέτε ο Κύριος και η Παναγία,
που ήρθαμε στην εορτή Της, να μάς αφήσουν έτσι;
Οι
αναταράξεις συνεχίζονταν πάλι έντονες. Ήμασταν χαμηλά, άρχισαν να
διακρίνονται τα νησιά με τα χαρακτηριστικά τους και μακριά η στεριά.
Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος ο ίδιος ρασοφόρος, που καθόταν μπροστά δεξιά και
μάς είχε παροτρύνει να προσευχηθούμε - δεν γνωρίζω εάν ήταν μοναχός η
Ιερομόναχος (θυμάμαι μόνο την ψηλόλιγνη μορφή του το ιλαρό του προσώπου
και τη μακριά του γενειάδα) και είπε με δυνατή και γεμάτι σιγουριά φωνή
και δακρυσμένα μάτια «Παιδιά μου, σάς παρακαλώ, πιστέψτε με βλέπω την
Παναγία μας μπροστά μου θεόρατη και κρατάει το αεροπλάνο από την κοιλιά-
θα σωθούμε, θα σωθούμε!» και ξεσπώντας σε δάκρυα: «ας προσευχηθούμε να
την ευχαριστήσουμε».
Όλοι
οι επιβάτες πήραμε κουράγιο και αρχίσαμε να ψέλνουμε, δυνατά αυτή τι
φορά, χαρμόσυνα την Παράκληση. Μέχρι και οι αεροσυνοδοί κατάλαβαν από τι
γλώσσα του σώματος ότι κάτι ευχάριστο συμβαίνει και αναθάρρεψαν
κοιτώντας απορημένες.
Σε
λίγη ώρα φάνηκαν καθαρά τα κτήρια του Τελ Αβίβ- ήμασταν ήδη πολύ
χαμηλά. Έμεναν λίγες μόλις στιγμές... Άρχισαν να μπαίνουν λογισμοί
αμφιβολίας στο μυαλό μου: «Άραγε η πρόσκρουση θα γίνει στη στεριά η θα
πέσουμε στη θάλασσα;», μα προσπαθούσα να τους διώξω με την προσευχή:
«Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία. Γεννηθήτω το θέλημα Σου. Υπεραγία
Θεοτόκε σώσον ήμας.»
Σε
λίγο φάνηκε το αεροδρόμιο. Ο διάδρομος ήταν στρωμένος με αφρό και
κατά μήκος του ήταν παρατεταγμένα πολλά νοσοκομειακά. Άλλο αεροπλάνο
δεν φαινόταν, προφανώς μάς είχαν δώσει προτεραιότητα. Μας φάνηκε ότι
κατεβαίναμε με μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με τις άλλες φορές, μάς χώριζαν
λίγα μόλις μέτρα από το έδαφος. Όταν έγινε η επαφή, το αεροπλάνο
σταμάτησε κατά θαυμαστό τρόπο σε μόλις 50 μέτρα, χωρίς κανένας μας να
κινηθεί από τη θέση του, έστω και κατ' ελάχιστον. Τουρμπίνες δεν είχε,
για να τις θέσει σε ανάστροφη λειτουργία, ώστε να φρενάρει, και το
φρένο στις ρόδες θα έπρεπε να είναι πολύ απότομο - πράγμα πολύ
επικίνδυνο - για να σταματήσουμε μόλις σε 50 μέτρα, και ακόμα και τότε
θα έπρεπε λόγω αδράνειας να πεταχτούμε όλοι προς τα μπροστά! (Εδώ
φρενάρει κανείς λίγο με το αυτοκίνητο και με μικρές ταχύτητες και το
σώμα του πηγαίνει μπροστά). Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έγινε. Το
αεροπλάνο δεν σταμάτησε σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, αλλά σαν να
εναποτέθηκε μαλακά στο έδαφος!
Όλοι αρχίσαμε, γεμάτοι ανακούφιση,τα ευχαριστήρια: «Δόξα Σοι Κύριε», «Σε ευχαριστώ Παναγία μου», «Ας είναι ευλογημένο το Όνομα Σου, Κύριε».
Μόνο
τις αεροσυνοδούς είχε πιάσει νευρική κρίση. Για τουλάχιστον πέντε
λεπτά η μία άνοιγε ένα γιαούρτι, έτρωγε μία κουταλιά, το πέταγε και
έπαιρνε άλλο, η άλλη ανοιγόκλεινε συνεχώς κάποια μεταλλικά συρτάρια, η
άλλη έτρεμε και χτυπούσαν τα δόντια της.
Μετά
από λίγο αποβιβαστήκαμε και συνοδεία αστυνομικών, ιατρών και νοσοκόμων
πήγαμε σε ένα σαλόνι, όπου κάποιους προσπαθούσαν να τους συνεφέρουν
και στους υπόλοιπους πρόσφεραν ένα αναψυκτικό. Από την ένταση είχε
στεγνώσει το στόμα μας, αλλά ποιος νοιαζόταν;
Ήμασταν
ζωντανοί μόνο αυτό μετρούσε! Σε λίγο ήρθε άλλο αεροσκάφος να μάς πάει
στην Αθήνα, όπου και φθάσαμε ασφαλώς. Βέβαια μάς περίμεναν
δημοσιογράφοι και κάμερες. Ένας φίλος μου τηλεφώνησε με αγωνία να δει
εάν είμαι καλά, γιατί είδε ένα trailer στις πρωινές ειδήσεις μεγάλου
καναλιού για την πτήση μας, αλλά μετά το θέμα αποσιωπήθηκε επιμελώς.
Από
εκείνη τη στιγμή, όλοι μας χάσαμε το ενδιαφέρον μας για τις
λεπτομέρειες. Δεν φώναζε κανείς, δεν διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση,
για τις βαλίτσες, για τις δημοσίως εξομολογηθείσες βαριές αμαρτίες,
για τίποτα. Βαδίζαμε στη γη, αλλά το μυαλό και η καρδιά μας ήταν γεμάτα
ευγνωμοσύνη, κατά τη δύναμη του καθενός προσκολλημένα σε Εκείνον που μάς
επιβεβαίωσε τόσο περίτρανα και πάλι την αγάπη Του. Ξέραμε ότι ζούσαμε
μέσα στην πρόνοια του Θεού και αισθανόμασταν απέραντη χαρά και
ανεκλάλητη ευγνωμοσύνη γι αυτό.
Και
οι επόμενες ήμερες πέρασαν έτσι. Έβλεπα καθετί ως δημιούργημα του Θεού,
το αγαπούσα και το θαύμαζα. Είχα πάψει να θυμώνω και να αναλώνομαι σε
δευτερεύοντα πράγματα. Προσπαθούσα να ανταποκριθώ στην Αγάπη του Θεού με
επιεική συμπεριφορά, μην κρίνοντας και, οπού μπορούσα, βοηθώντας τους
άλλους. Δυστυχώς, μετά από μία περίπου εβδομάδα, ξαναμπήκα στή ρουτίνα
τής καθημερινότητας. Ντρέπομαι που το αναφέρω, αλλά δεν κατάφερα να
συγκρατήσω μέσα μου εκείνη την πρωτόγνωρη ειρήνη, την προσευχή, την
ευγνωμοσύνη, την αγάπη.
Αυτά
το πέρα για πέρα πραγματικό γεγονός, με έκανε να βλέπω τα πράγματα
λίγο διαφορετικά, να προσπαθώ να βγω από το καβούκι του εγωκεντρισμού
μου και της παράλογης λογικής μας, που τα βάζει όλα σε κουτάκια και
θέλει να τα εξηγεί με νόμους και κανόνες. Ο φόβος του τέλους επιχαχύνει
τη συνειδητοποίηση των λαθών, ωθεί σε συναίσθηση...
Η
ευγνωμοσύνη που νοιώθει κανείς την άπειρη αγάπη Του Θεού μαλακώνει την
καρδιά του, τόν λιώνει, τόν κάνει να αγαπάει διά του Θεού τους αδελφούς
του και τηνν κτίση και παράλληλα φοβάται μήπως με κάποια πράξη του
λυπήσει τον Θεό και χάσει αυτό που αρχίζει να γεύεται η καρδιά του και
σκιρτά, αυτό που φτιάχτηκε να αναζητά η ψυχή του την διά της αγάπης
δωρεάν παρεχόμενης ένωσης της με τόν Θεό.
(Αποφάσισα
να γράψω αυτή τη μοναδική για μενα εμπειρία κατά παράκληση ενός
αγαπητού αδελφού «προς δόξαν Θεού» και πνευματική τόνωση των αδελφών.
Παρακαλώ, συγχωρέστε τον προσωπικό τόνο της διήγησης, αλλά ήθελα να
αποδώσω τα γεγονότα και τα συναισθήματα ακριβώς, όπως τα ζήσαμε.
Ευχαριστώ για την κατανόηση σας.)
Der wahre Bericht einer Passagierin, die sich an Bord eines Flugzeugs befand, das am 29. August 2003 aus dem Heiligen Land zurückkehrte.
Es war in der Morgendämmerung, am Freitag, dem 29. August 2003. Schweren Herzens verließen wir Jerusalem in Richtung Tel Aviv und von dort aus nach Athen.
Wir hatten eine wunderbare Zeit gehabt. Am Vortag hatten wir das Fest der Entschlafung Mariens an ihrem Grab gefeiert, da das Fest in Jerusalem 13 Tage später als in Griechenland, nämlich am 28 August gefeiert wird.
Es war eine einzigartige Erfahrung. Das Fest war für alle prächtig und reich. Am späten Nachmittag packten wir unsere Koffer, in der Nacht nahmen wir teil an der Vigil in der Grabeskirche, und gleich anschließend gingen wir schnell zum Bus, der unmittelbar außerhalb der Altstadt auf uns wartete. Das Wetter war gut. Der Himmel war sternenklar und in der Stille genossen wir die von Lichtern erleuchtete Stadt. Wir hatten unseren Blick auf die Stadtmauern geheftet, und im Geiste umfingen wir all die Heiligen Stätten und schlossen sie still in unsere Herzen ein. Ein nahezu unsichtbares Lächeln verriet unsere Ermüdung, aber auch unsere tiefe Dankbarkeit gegenüber Gott, für all das, was wir erlebt hatten. Unsere Dankbarkeit war so groß, daß sie nicht durch die lange Wartezeit noch durch die anstrengende Untersuchung der Israelis auf dem Flughafen erschüttert wurde.
Als ich schließlich an Bord des Flugzeugs ging - wenn ich mich richtig erinnere, war es ein zweimotoriger Airbus – bemerkte ich, daß die Lichter ständig flackerten und sich das Licht nicht stabilisierte. Ich hielt es für einen Wackelkontakt und sank auf meinen Sitz. Als die Maschine zu rollen begann, wurden die elektrischen Probleme auffälliger, während gleichzeitig der charakteristische Klang von mehreren, kleinen Kurzschlüssen zu hören war. Ich maß dem keine Bedeutung bei. Die Lichter erloschen, wir hoben ab, und als sie wieder angingen, war das Problem weniger auffällig. Ich saß mit meiner Mutter auf der linken Seite des Flugzeugs, vor der Tragfläche, und meine Freunde und Bekannten saßen in der Nähe.
Nach etwa 20 Minuten hörten wir ein lautes Geräusch und das Flugzeug begann zu beben und sich nach rechts und links zu bewegen, wie wenn es etwas "sieben" würde, wie es ein Freund treffend beschrieb. Der Pilot sagte zuerst auf Hebräisch und dann auf Englisch, daß wir sitzen bleiben und die Sicherheitsgurte anlegen sollten. Die Stewardessen taten sofort dasselbe. Anfangs maßen wir dem keine Bedeutung bei, bis ich auf die Tragfläche schaute und sah, daß die Turbine brannte und brennende Metallstücke herausschleuderte! Nach ein paar beruhigenden Worten, zeigte ich es meiner Mutter und meinen Freunden. Wir alle waren viele Male mit dem Flugzeug gereist, aber es war das erste Mal, daß ich ein brennendes Triebwerk sah. Wir gerieten irgendwie in Bedrängnis, aber wir bemühten uns, unsere Unruhe zu verbergen und schwiegen. Wie ich später erfuhr, beteten einige von uns innerlich das Jesus-Gebet. Nach einigen Minuten informierte uns der Pilot über den Verlust des linken Triebwerks, und daß wir versuchen würden, mit dem anderen Triebwerk zum Eleftherios-Venizelos-Flughafen in Athen zu gelangen.
Es waren keine zwanzig Minuten vergangen, als wir ein weniger lautes Geräusch von der rechten Seite hörten, und wir spürten alle dieselben starken Vibrationen des Flugzeugs, vermischt mit Turbulenzen. Einige Leute, die vor der rechten Tragfläche saßen, riefen „die Turbine hat Feuer gefangen!“ Die bis dahin angenehme und zufriedene Stimmung in der Kabine verwandelte sich schnell in Panik. Das Flugzeug verlor rasch und kontinuierlich an Höhe, und man hörte ein pfeifendes Geräusch, und später erinnerte ich mich, dass ich es in Filmen gehört hatte, wenn Bomben aus Flugzeugen abgeworfen wurden.
Plane Going Down!
This is a true account of events as described by a passenger aboard a plane, returning from the Holy Land on August 29, 2003
*****
It
was dawn on Friday, August 29, 2003. We were sad to be leaving
Jerusalem. We were on our way to Tel Aviv and from there, to Athens.
We
had a magnificent time. The previous day we had celebrated the
Dormition of our Lady at the site of her tomb, since this feast is
celebrated in Jerusalem on the 28th of August, that is, 13 days later
than the date celebrated in Greece.
We
had a unique experience. The feast was rich and splendid for everyone.
Late in the afternoon we packed our bags and took part in the all night
vigil at the Holy Sepulcher. Immediately afterwards we boarded the bus
which was waiting for us just outside the old city. The weather was
good, the sky starlit and in the silence we delighted in the city all
lit up. We fixed our gaze on the city’s walls, embracing all the holy
sites with our mind, holding them tight within our hearts. An almost
invisible smile gave way to our fatigue, but also to our deep
gratefulness towards God for everything we had experienced. Our
thankfulness was so great that it was not shaken by the long wait, or
even by the Israelis’ exhausting security control at the airport.
When
we eventually boarded the plane – if I remember correctly, it was a
twin engine Airbus – I noticed that its lights were flickering the whole
time. I thought that some wire was not making contact properly and I
sank into my seat. When the plane starting taxiing, the electrical
problems became more apparent, as the characteristic sound of small,
multiple short-circuits could be heard. I didn’t think much of it. The
lights went out, we took off, and when they turned back on the problem
was less noticeable. I was sitting with my mother on the left side of
the aircraft, in front of the wing, and my friends and acquaintances
were sitting close by.
About
twenty minutes later we heard a loud noise and the aircraft started
shaking and moving back and forth. The pilot told us in Hebrew, and then
in English, to remain seated and fasten our seat belts. The
stewardesses did the same. At the beginning, we didn’t pay much
attention, until I looked at the wing and saw the engine on fire and
spitting out burning pieces of metal! After a reassuring word, I showed
it to my mother and my other friends. We had all traveled by plane many
times before, but it was the first time we had seen a flaming engine. We
tensed up somewhat but we tried not to show our worry, remaining
silent. As I learnt afterwards, some of us were inwardly praying the
Jesus prayer. A few minutes later the pilot confirmed that we had lost
the left engine and that he was going try to make it to Eleftherios
Venizelos airport in Athens, using the other engine.
Less
than twenty minutes later we heard a noise not as loud from the right
side of the plane and felt the same strong vibrations, mixed with
turbulence. Some people, sitting in front of the right wing shouted,
“The engine is on fire!” The atmosphere in the plane which was mostly
calm, and rather pleasant, up to then turned into panic. The aircraft
was quickly and steadily losing altitude, and there was a loud whistling
sound that I later recalled hearing in films when planes dropped bombs.
The stewardesses, who had just started offering refreshments, rushed to
secure the trolleys in their proper places and then sat down quickly
and fastened their seat belts and put their heads on their knees.
Several people with heart problems and some of the elderly were taking
their pills two at a time. Spouses were making public confessions as to
when and where and with whom they had committed adultery and were asking
for forgiveness. Older people were asking for forgiveness from their
children because they had not included them in their wills and
forgiveness was being granted. And the latter were apologizing for past
inappropriate behavior. Friends were revealing that they had lied in
certain situations and had slandered each other.
The
plane started leaning to one side and we realized that the pilot was
trying to turn back to Tel Aviv or go to Cyprus. A little while later a
stewardess got up and quickly went over to secure some things that were
falling. I stopped her and asked her what exactly was happening. The
pleasant young woman who had previously been smiling had turned pale
white and lost her voice; her expression had turned to fear.
I
asked her if we had lost both engines and she nodded. “And what are we
going to do now?” I asked. She stopped looking at me and became distant,
as if she were looking far away. She shook her head back and forth and
shrugged her shoulders as if indifferent, as though everything was over
and she started to walk away. I held her by the hand tightly, shouting,
“We’re falling?” She just shook her head repeatedly, unable to say a
word. Then she ran to buckle up in her seat again, holding her head
tightly to her knees. We all took a deep breath and tried as calmly as
possible to realize what was happening.
The
veil of gloom was torn by the loud voice of a monk. “Don’t be afraid,
my brothers, let us pray. God will not abandon us!” The priests put on
their petrachilia (stoles) and started reading prayers, other faithful
were saying the Jesus prayer quietly, and the rest divided themselves
into two groups (one for each side of the plane), one reading the
Paraklesis to the Theotokos, and the other the Akathist. We placed our
hopes in God and felt a lot better.
Non-Christian
passengers, a lot more scared than us, thought we were singing and that
we had gone crazy. However, this comforting boost was suddenly
interrupted a little later, when the the captain made an announcement in
a terrified voice: “As you have already realized we lost the second
engine a little while ago. We have emptied our fuel tanks and will try
to return to Ben Gurion Airport (the airport in Tel Aviv) but...” He had
a lump in his throat and suddenly stopped speaking. At that moment we
froze. It is one thing to presume something awful is about to happen and
another to have it officially confirmed for you. After the first tense
moment, we all continued our prayers from where we had left off - some
with the Jesus Prayer, some with the Paraklesis, and others with the
Akathist. It made an impression on me that people who had previously
seemed not to believe, were praying wholeheartedly.
I
tried to act calm, to the point of being accused of insensitivity.
Hoping to give courage to some who were crying, I explained calmly, “We
will all die one day. This cannot be changed. What is important
therefore? How many years we will live and how we will live them. We all
want to live many years, but if God has decided that we die today, this
cannot be changed either. Besides, whatever can be done within our
power to be saved, we do it. So, if we take it for granted that today we
will be called to make an account for our lives, what should it matter
to us? What state our soul is in. Now you would say, ‘I’m not in good
shape at all, but if I had more time I would repent!’ But this way of
thinking isn’t relevant now – though probably a pious desire – because
as we said, we’re presuming that we’re leaving today. So, what is there
for us to do? To pray sincerely and genuinely ask for the forgiveness of
our sins. But we must also place our hope in God. Why? Because, God
through His infinite love for us, would never permit something to happen
to us towards the detriment of our souls. That is, that if He decides
to take us today, then He will take us at our best.
Most
of us just confessed and received Holy Communion yesterday at the feast
of the Virgin Mary; so we’re as ready as we can be; imagine leaving
being totally unprepared? Those of us who came here did not come as
tourists, but pilgrims. Do you think the Lord and the Theotokos, whose
feast we went to, would abandon us?”
The
turbulence continued strong once again. We were flying low; the islands
could be made out and farther away, the mainland. Then suddenly, the
same monastic who had urged us to pray – I do not know if he was a monk
or a hieromonk, I just remember his skinny figure, the happiness in his
face, and his long beard – got up and said in a loud voice, full of
conviction and with tears in his eyes, “My children, please believe me. I
can see our Lady, huge, standing in front of us, and holding the plane
by its belly!!!. We’re going to be saved! We’re going to be saved!” And
weeping he said: “Let us pray so as to thank her!”
Then
we all took heart and started chanting the Paraklesis, louder this
time, joyfully chanting the Paraklesis. Even the stewardesses could tell
by our body language that something good was happening and they too
took courage, looking at us curiously.
Soon,
we could clearly see the buildings in Tel Aviv, since we were already
flying very low. There were already a few moments left. Thoughts of
doubt started to enter my head: “I wonder if the landing is going to
take place on land, or are we going to fall into the the sea?” I tried
to chase them away with prayer: “I believe Lord, help my unbelief. May
Your will be done. Most holy Theotokos save us.”
Shortly
after we could see the airport. The runaway was covered in white foam
and there were many ambulances already standing by. No other plane was
in sight; they had obviously given us priority to land. We seemed to be
descending very quickly compared with other times. There were only a few
meters left between us and the ground. When the plane touched down it
miraculously stopped after 50 meters, without any of us being moved from
our seats, not even a little. There were no engines left so as to put
them in reverse to help us brake, and the brakes from the wheels would
have been extremely abrupt (quite dangerous actually), so as to stop in
only 50 meters, and even so we would have all been thrown forward due to
inertia! (Even in a car, when one breaks suddenly at a low speed, his
body moves forward.) Nothing like that happened. The plane did not stop
according to the laws of physics, but as if it was placed softly on the
ground!
Full of relief, we all started giving thanks: “Glory to You, Lord,” “Thank you Panagia,” “May Your name be blessed, Lord.”
Only
the stewardesses began having panic attacks. For at least five minutes,
one of them would open a yogurt, eat one spoonful, throw it away and
then take another. Another one was constantly opening and closing the
metal drawers. And still another was trembling and chattering her teeth.
A
little while later we got off the plane, accompanied by police, doctors
and nurses and went to one of the waiting rooms, where they tried to
revive some who had fainted and offered the rest of us refreshments. Our
mouths were dry from the suspense, but none of us cared!
We
were alive, that’s all that mattered! A little while later another
airplane came to take us to Athens, where we arrived safely. Of course,
there were reporters and cameras waiting for us. An anxious friend of
mine called me to see if I was alright, because he had seen a clip on
one of the big channel’s morning news about our flight, but after the
big event it was hushed up carefully.
The
next few days went by like this. I saw every little thing as a creation
of God, I loved it and was amazed at it. I had stopped getting angry
and devoting myself to things of secondary importance. I was trying to
respond to God’s love with charitable behavior – not judge, and help
others when I could. Unfortunately, after about a week I got back into
my daily routine. I am embarrassed to say it, but I didn’t manage to
keep within me that newfound peace, prayer, gratitude, and love.
That
event completely made me look at things a little differently, to try
and get out of the shell of my egocentrism and our absurd way of
thinking, which puts everything in little boxes and tries to explain it
all with laws and rules. Fear of one’s end accelerates the awareness of
one’s mistakes.
The
gratefulness that one feels towards the infinite love of God softens
his heart, it melts him, through God it makes him love his brothers,
creation and at the same time fear that he has perhaps saddened God with
some deed and lose what his heart has had a taste of, that gift of love
that his soul was created to seek - its union with God.
(I
decided to write about this unique experience at the instigation of a
dear friend, as a testament to the glory of God, and as a spiritual help
for my brothers. Please forgive the personal tone of the account. I
merely wished to describe my feelings and the events exactly as we had
experienced them. Thank you for your understanding.)
Ein großes und unbekanntes Wunder!
Der wahre Bericht einer Passagierin, die sich an Bord eines Flugzeugs befand, das am 29. August 2003 aus dem Heiligen Land zurückkehrte.
Es war in der Morgendämmerung, am Freitag, dem 29. August 2003. Schweren Herzens verließen wir Jerusalem in Richtung Tel Aviv und von dort aus nach Athen.
Wir hatten eine wunderbare Zeit gehabt. Am Vortag hatten wir das Fest der Entschlafung Mariens an ihrem Grab gefeiert, da das Fest in Jerusalem 13 Tage später als in Griechenland, nämlich am 28 August gefeiert wird.
Es war eine einzigartige Erfahrung. Das Fest war für alle prächtig und reich. Am späten Nachmittag packten wir unsere Koffer, in der Nacht nahmen wir teil an der Vigil in der Grabeskirche, und gleich anschließend gingen wir schnell zum Bus, der unmittelbar außerhalb der Altstadt auf uns wartete. Das Wetter war gut. Der Himmel war sternenklar und in der Stille genossen wir die von Lichtern erleuchtete Stadt. Wir hatten unseren Blick auf die Stadtmauern geheftet, und im Geiste umfingen wir all die Heiligen Stätten und schlossen sie still in unsere Herzen ein. Ein nahezu unsichtbares Lächeln verriet unsere Ermüdung, aber auch unsere tiefe Dankbarkeit gegenüber Gott, für all das, was wir erlebt hatten. Unsere Dankbarkeit war so groß, daß sie nicht durch die lange Wartezeit noch durch die anstrengende Untersuchung der Israelis auf dem Flughafen erschüttert wurde.
Als ich schließlich an Bord des Flugzeugs ging - wenn ich mich richtig erinnere, war es ein zweimotoriger Airbus – bemerkte ich, daß die Lichter ständig flackerten und sich das Licht nicht stabilisierte. Ich hielt es für einen Wackelkontakt und sank auf meinen Sitz. Als die Maschine zu rollen begann, wurden die elektrischen Probleme auffälliger, während gleichzeitig der charakteristische Klang von mehreren, kleinen Kurzschlüssen zu hören war. Ich maß dem keine Bedeutung bei. Die Lichter erloschen, wir hoben ab, und als sie wieder angingen, war das Problem weniger auffällig. Ich saß mit meiner Mutter auf der linken Seite des Flugzeugs, vor der Tragfläche, und meine Freunde und Bekannten saßen in der Nähe.
Nach etwa 20 Minuten hörten wir ein lautes Geräusch und das Flugzeug begann zu beben und sich nach rechts und links zu bewegen, wie wenn es etwas "sieben" würde, wie es ein Freund treffend beschrieb. Der Pilot sagte zuerst auf Hebräisch und dann auf Englisch, daß wir sitzen bleiben und die Sicherheitsgurte anlegen sollten. Die Stewardessen taten sofort dasselbe. Anfangs maßen wir dem keine Bedeutung bei, bis ich auf die Tragfläche schaute und sah, daß die Turbine brannte und brennende Metallstücke herausschleuderte! Nach ein paar beruhigenden Worten, zeigte ich es meiner Mutter und meinen Freunden. Wir alle waren viele Male mit dem Flugzeug gereist, aber es war das erste Mal, daß ich ein brennendes Triebwerk sah. Wir gerieten irgendwie in Bedrängnis, aber wir bemühten uns, unsere Unruhe zu verbergen und schwiegen. Wie ich später erfuhr, beteten einige von uns innerlich das Jesus-Gebet. Nach einigen Minuten informierte uns der Pilot über den Verlust des linken Triebwerks, und daß wir versuchen würden, mit dem anderen Triebwerk zum Eleftherios-Venizelos-Flughafen in Athen zu gelangen.
Es waren keine zwanzig Minuten vergangen, als wir ein weniger lautes Geräusch von der rechten Seite hörten, und wir spürten alle dieselben starken Vibrationen des Flugzeugs, vermischt mit Turbulenzen. Einige Leute, die vor der rechten Tragfläche saßen, riefen „die Turbine hat Feuer gefangen!“ Die bis dahin angenehme und zufriedene Stimmung in der Kabine verwandelte sich schnell in Panik. Das Flugzeug verlor rasch und kontinuierlich an Höhe, und man hörte ein pfeifendes Geräusch, und später erinnerte ich mich, dass ich es in Filmen gehört hatte, wenn Bomben aus Flugzeugen abgeworfen wurden.
Die
Stewardessen, die gerade begonnen hatten Erfrischungen anzubieten,
beeilten sich ihre Servierwagen an den richtigen Plätzen zu sichern,
sich schnell hinzusetzen, ihre Sicherheitsgurte anzulegen und ihre Köpfe
auf die Knie zu beugen. Viele Herzkranke und ältere Menschen nahmen
zwei Pillen auf einmal. Ehegatten bekannten öffentlich, wann und wo und
mit wem sie Ehebruch begangen hatten und baten um Verzeihung. Großmütter
und Großväter offenbarten ihren Kindern, daß sie sie nicht in ihrem
Testament bedacht hatten. Sie baten diejenigen ihnen zu verzeihen, und
sie gewährten ihnen Verzeihung. Die Kinder ihrerseits baten um
Verzeihung für ihr schlechtes Verhalten in der Vergangenheit. Freunde
gestanden einander, aus diesem Anlaß, daß sie einander belogen und
verleumdet hatten.
All die oben genannten Schwierigkeiten, zusammen mit dem konstanten und plötzlichen Höhenverlust, den ungewöhnliche Turbulenzen und dem Schweigen des Piloten schufen eine drückende Atmosphäre.
All die oben genannten Schwierigkeiten, zusammen mit dem konstanten und plötzlichen Höhenverlust, den ungewöhnliche Turbulenzen und dem Schweigen des Piloten schufen eine drückende Atmosphäre.
Das
Flugzeug fing an zu kippen und uns wurde klar, dass es versuchte zu
drehen, und ich dachte, wir würden versuchen, nach Tel Aviv oder Zypern
zurückzukehren. Wenig später erhob sich eine Stewardess und versuchte
schnell ein paar herabfallende Gegenstände zu sichern. Ich stoppte sie
und fragte sie, was genau vor sich gehe. Die zuvor lächelnde und mit
angenehmer Stimme sprechende junge Frau war blass geworden und hatte
ihre Stimme verloren. In ihrem Gesicht und in ihren Augen stand Angst
geschrieben.
Ich fragte, ob wir beide Triebwerke verloren hatten und sie nickte. „Und was geschieht nun, was sollen wir tun?“ fragte ich sie. Sie hörte auf, mir in die Augen zu schauen und blickte in die Ferne, wie wenn sie ins Leere starrten. Sie schüttelte ihren Kopf, zuckte gleichgültig die Schultern, wie wenn alles vorbei wäre und ging weg. Ich hielt ihre Hand fest und rief „Stürzen wir ab?“ und sie nickte viele Male; es war ihr nicht möglich etwas zu sagen. Sie beeilte sich, sich wieder auf ihrem Sitz anzuschnallen, und hielt den Kopf fest auf ihren Knien. Wir holten alle tief Luft und versuchten, so ruhig wie möglich zu bleiben und das Geschehen zu realisieren.
Der Schleier der Melancholie wurde von der lauten Stimme eines Mönchs zerrissen: "Fürchtet euch nicht, meine Brüder! Lasst uns beten. Gott wird uns nicht verlassen!“. Die Priester legten ihre Petrachilia (Stolen) an und begannen Gebete zu lesen, andere Gläubige beteten still das Jesus-Gebet, und die übrigen teilten sich in zwei Gruppen – auf jeder Seite des Flugzeugs eine - die einen begannen leise die Paraklisis (Gebet) zur Gottesmutter zu psalmodieren und die anderen den Hymnos Akathistos. Wir setzten unsere auf Gott und fühlten uns viel besser und erleichtert.
Die nichtchristlichen Passagiere, die im Vergleich zu uns viel verängstigter waren, dachten, daß wir singen würden und schauten uns an, wie wenn wir verrückt geworden wären.
Ich fragte, ob wir beide Triebwerke verloren hatten und sie nickte. „Und was geschieht nun, was sollen wir tun?“ fragte ich sie. Sie hörte auf, mir in die Augen zu schauen und blickte in die Ferne, wie wenn sie ins Leere starrten. Sie schüttelte ihren Kopf, zuckte gleichgültig die Schultern, wie wenn alles vorbei wäre und ging weg. Ich hielt ihre Hand fest und rief „Stürzen wir ab?“ und sie nickte viele Male; es war ihr nicht möglich etwas zu sagen. Sie beeilte sich, sich wieder auf ihrem Sitz anzuschnallen, und hielt den Kopf fest auf ihren Knien. Wir holten alle tief Luft und versuchten, so ruhig wie möglich zu bleiben und das Geschehen zu realisieren.
Der Schleier der Melancholie wurde von der lauten Stimme eines Mönchs zerrissen: "Fürchtet euch nicht, meine Brüder! Lasst uns beten. Gott wird uns nicht verlassen!“. Die Priester legten ihre Petrachilia (Stolen) an und begannen Gebete zu lesen, andere Gläubige beteten still das Jesus-Gebet, und die übrigen teilten sich in zwei Gruppen – auf jeder Seite des Flugzeugs eine - die einen begannen leise die Paraklisis (Gebet) zur Gottesmutter zu psalmodieren und die anderen den Hymnos Akathistos. Wir setzten unsere auf Gott und fühlten uns viel besser und erleichtert.
Die nichtchristlichen Passagiere, die im Vergleich zu uns viel verängstigter waren, dachten, daß wir singen würden und schauten uns an, wie wenn wir verrückt geworden wären.
Dieser
tröstliche, emotionale Aufschwung wurde kurz darauf unterbrochen, als
der Pilot mit zitternder Stimme eine Ansage machte: „Wie Sie bereits
bemerkt haben, haben wir vor kurzem den zweiten brennenden Motor
verloren. Wir haben unsere Brennstofftanks gelehrt und versuchen zum
Ben-Gurion-Flughafen in Tel Aviv zurückzukehren, aber…“ er hatte einen
Kloß im Hals und hielt plötzlich inne.
In
diesem Augenblick erstarrte das Blut in unseren Adern. Es ist eine
Sache zu vermuten, daß etwas Unangenehmes geschehen wird und eine
andere, es offiziell bestätigt zu bekommen! Nach dem ersten verlegenen
Moment, fuhren wir gemeinsam fort zu beten, wo wir aufgehört hatten, die
einen das Jesus-Gebet, andere die Paraklisi, andere den Hymnos
Akathistos. Es machte den Eindruck auf mich, daß Leute, die zuvor
ungläubig schienen, jetzt aus ganzem Herzen beteten…
Ich versuchte mich ruhig zu verhalten, bis zu dem Punkt, dass man mich der Gefühllosigkeit bezichtigte. In der Hoffnung, einigen die weinten Mut zu machen, erklärte ich: "Irgendwann werden wir alle sterben. Das lässt sich nicht ändern. Was bleibt uns also? Wieviele Jahre wir leben werden, und wie wir sie leben werden. Alle wollen wir lange leben, aber wenn Gott beschlossen hat, daß wir heute sterben, dann können wir auch das nicht ändern. Abgesehen davon tun wir alles, was in unserer Macht steht, um gerettet zu werden.
Ich versuchte mich ruhig zu verhalten, bis zu dem Punkt, dass man mich der Gefühllosigkeit bezichtigte. In der Hoffnung, einigen die weinten Mut zu machen, erklärte ich: "Irgendwann werden wir alle sterben. Das lässt sich nicht ändern. Was bleibt uns also? Wieviele Jahre wir leben werden, und wie wir sie leben werden. Alle wollen wir lange leben, aber wenn Gott beschlossen hat, daß wir heute sterben, dann können wir auch das nicht ändern. Abgesehen davon tun wir alles, was in unserer Macht steht, um gerettet zu werden.
Also,
wenn wir es für selbstverständlich halten, dass wir heute Rechenschaft
ablegen müssen, worauf kommt es dann für uns an? In welchem Zustand sich
unsere Seele befindet. Jetzt werden Sie mir sagen: "Ich befinde mich in
einem schlechten Zustand, aber wenn ich mehr Zeit hätte, dann würde ich
umkehren!“ Aber diese philosophische Frage stellt sich nicht, das ist
wohl eher ein frommer Wunsch, da wir ja gesagt haben, dass wir
vermutlich heute scheiden werden. Was bleibt uns also noch zu tun? Beten
wir aufrichtig und bitten wir inständig um die Vergebung unserer
Sünden. Aber wir müssen auch unsere Hoffnung auf Gottes Barmherzigkeit
setzen, weil er in in Seiner grenzenlosen Liebe zu uns niemals zulassen
würde, daß uns etwas zum Schaden unserer Seele geschieht. Das heißt,
wenn Er uns heute ruft, dann ist heute der beste Zeitpunkt für uns.
Die meisten von uns haben erst gestern, am Fest der Gottesmutter, gebeichtet und die Heilige Kommunion empfangen; wir sind also so gut wie möglich vorbereitet; stellt Euch vor, wir würden völlig unvorbereitet scheiden! Wir alle, die wir hierher gekommen sind, kamen nicht als Touristen sondern als Pilger. Glaubt Ihr, der Herr und die Muttergottes, zu deren Fest wir gekommen sind, würden uns verlassen?“
Wieder gab es starke Turbulenzen. Wir flogen niedrig und begannen, die Inseln mit ihren Merkmalen zu unterscheiden, und in der Ferne sahen wir das Festland. Plötzlich erhob sich der Mönch, der vorne rechts saß und der uns angespornt hatte zu beten – ich weiß nicht, ob es ein Mönch oder ein Priestermönch war (Ich erinnere mich nur an seine schlaksige Gestalt, an das Leuchten in seinem Gesicht und an seinen langen Bart) und sagte mit lauter Stimme, voller Überzeugung und mit Tränen in den Augen: "Meine Kinder, bitte glaubt mir, ich sehe unsere Heilige Jungfrau vor mir, riesengroß, und sie hält das Flugzeug an seinem Bauch – wir werden gerettet, wir werden gerettet!“ Und unter Tränen sagte er: „Lasst uns beten, um ihr zu danken.“
Alle Passagiere fassten Mut und begannen die Paraklisis zu psalmodieren, dieses Mal laut und freudig. Selbst die Stewardessen verstanden durch unsere Körpersprache, daß etwas Gutes geschah, und auch sie fassten Mut und schauten uns fragend an.
Bald tauchten deutlich die Gebäude von Tel Aviv auf, wir flogen schon sehr tief. Es blieben nur noch ein paar Augenblicke ... Zweifel stiegen in meinem Kopf auf: "Ob wir wohl auf dem Festland landen werden oder ins Meer stürzen?“ Ich versuchte sie durch das Gebet zu vertreiben. "Ich glaube, Herr, hilf meinen Unglauben. Dein Wille geschehe. Heilige Muttergottes schütze uns."
Die meisten von uns haben erst gestern, am Fest der Gottesmutter, gebeichtet und die Heilige Kommunion empfangen; wir sind also so gut wie möglich vorbereitet; stellt Euch vor, wir würden völlig unvorbereitet scheiden! Wir alle, die wir hierher gekommen sind, kamen nicht als Touristen sondern als Pilger. Glaubt Ihr, der Herr und die Muttergottes, zu deren Fest wir gekommen sind, würden uns verlassen?“
Wieder gab es starke Turbulenzen. Wir flogen niedrig und begannen, die Inseln mit ihren Merkmalen zu unterscheiden, und in der Ferne sahen wir das Festland. Plötzlich erhob sich der Mönch, der vorne rechts saß und der uns angespornt hatte zu beten – ich weiß nicht, ob es ein Mönch oder ein Priestermönch war (Ich erinnere mich nur an seine schlaksige Gestalt, an das Leuchten in seinem Gesicht und an seinen langen Bart) und sagte mit lauter Stimme, voller Überzeugung und mit Tränen in den Augen: "Meine Kinder, bitte glaubt mir, ich sehe unsere Heilige Jungfrau vor mir, riesengroß, und sie hält das Flugzeug an seinem Bauch – wir werden gerettet, wir werden gerettet!“ Und unter Tränen sagte er: „Lasst uns beten, um ihr zu danken.“
Alle Passagiere fassten Mut und begannen die Paraklisis zu psalmodieren, dieses Mal laut und freudig. Selbst die Stewardessen verstanden durch unsere Körpersprache, daß etwas Gutes geschah, und auch sie fassten Mut und schauten uns fragend an.
Bald tauchten deutlich die Gebäude von Tel Aviv auf, wir flogen schon sehr tief. Es blieben nur noch ein paar Augenblicke ... Zweifel stiegen in meinem Kopf auf: "Ob wir wohl auf dem Festland landen werden oder ins Meer stürzen?“ Ich versuchte sie durch das Gebet zu vertreiben. "Ich glaube, Herr, hilf meinen Unglauben. Dein Wille geschehe. Heilige Muttergottes schütze uns."
Kurz
darauf tauchte der Flughafen auf. Die Landebahn war mit Schaum bedeckt
und war von vielen Krankenwagen gesäumt. Es war kein weiteres Flugzeug
in Sicht; man hatte uns offenbar Landepriorität gegeben. Im Vergleich
mit anderen Malen, schienen wir mit hoher Geschwindigkeit im Landeanflug
zu sein. Es waren nur noch ein paar Meter zwischen uns und dem Boden.
Als das Flugzeug aufsetzte, stoppte es auf wunderbare Weise nach nur 50
Metern, ohne daß jemand von uns aus seinem Sitz gehoben wurde, nicht
einmal ein kleines bißchen.
Es
gab keine Maschinen mehr, bei denen man den Rückwärtsgang hätte
einlegen können, um eine Hilfe beim Bremsen zu haben, und die Bremsen
der Räder wären zu abrupt gewesen (eine gefährliche Sache) um nach nur
50 Metern zu stoppen, und selbst dann hätten wir auf Grund der
physikalischen Trägheit alle nach vorne geschleudert werden müssen.
(Selbst wenn man mit einem Auto bei niedriger Geschwindigkeit plötzlich
bremst, bewegt sich der Körper nach vorne.) Aber nichts dergleichen
geschah. Das Flugzeug hielt nicht gemäß den Gesetzen der Physik an,
sondern wie wenn es sanft auf den Boden aufgesetzt worden wäre.
Wir alle begannen voller Erleichterung, dank zu sagen: "Ehre sei Dir, Herr", "Dank sei Dir, Allheiligste Gottesmutter", "Dein Name sei gesegnet, Herr."
Nur die Stewardessen wurden von einem Nervenzusammenbruch gepackt. Die eine öffnete mindestens fünf Minuten lang einen Joghurt nach dem anderen, aß einen Löffel, warf ihn weg und nahm einen anderen, die andere öffnete und schloß kontinuierlich Metallschubladen, eine weitere zitterte und klapperte mit den Zähnen.
Nach einer kleinen Weile verließen wir das Flugzeug, begleitet von Polizisten, Ärzten und Krankenschwestern und gingen in einen Warteraum, wo man versuchte einige wiederzubeleben, die ohnmächtig geworden waren und den anderen von uns eine Erfrischung anbot. Unser Mund war trocken von der Anspannung, aber wen kümmerte das?!
Wir alle begannen voller Erleichterung, dank zu sagen: "Ehre sei Dir, Herr", "Dank sei Dir, Allheiligste Gottesmutter", "Dein Name sei gesegnet, Herr."
Nur die Stewardessen wurden von einem Nervenzusammenbruch gepackt. Die eine öffnete mindestens fünf Minuten lang einen Joghurt nach dem anderen, aß einen Löffel, warf ihn weg und nahm einen anderen, die andere öffnete und schloß kontinuierlich Metallschubladen, eine weitere zitterte und klapperte mit den Zähnen.
Nach einer kleinen Weile verließen wir das Flugzeug, begleitet von Polizisten, Ärzten und Krankenschwestern und gingen in einen Warteraum, wo man versuchte einige wiederzubeleben, die ohnmächtig geworden waren und den anderen von uns eine Erfrischung anbot. Unser Mund war trocken von der Anspannung, aber wen kümmerte das?!
Wir
waren am Leben, und nur das zählte! Bald kam ein anderes Flugzeug um
uns nach Athen zu bringen, wo wir sicher ankamen. Natürlich wurden wir
von Reportern und Kameras erwartet. Ein besorgter Freund rief mich an,
um zu sehen, ob es mir gut gehe, weil er in den Morgennachrichten eines
großen Fernsehkanals einen Filmbeitrag über unseren Flug gesehen hatte,
aber anschließend wurde das Ereignis sorgfältig verschwiegen.
Von diesem Moment an verloren wir alle unser Interesse an Kleinigkeiten. Keiner schimpfte, keiner beschwerte sich wegen der Verspätung, wegen des Gepäcks, wegen des grundlosen öffentlichen Bekenntnisses schwerer Sünden. Wir wandelten auf der Erde, aber unser Geist und unsere Herzen waren voll von Dankbarkeit und gemäß der Kraft eines jeden hingegeben an IHN, der uns seine Liebe wieder so deutlich gezeigt hatte. Wir wussten, dass wir aus der Vorsehung Gottes lebten und fühlten deshalb eine immense Freude und Dankbarkeit.
So vergingen die kommenden Tage. Ich sah alles als eine Schöpfung Gottes, ich liebte und bewunderte sie. Ich hatte aufgehört mich zu ärgern und mich in Kleinigkeiten zu erschöpfen. Ich versuchte auf die Liebe Gottes durch ein milderes Verhaltenen zu antworten, nicht zu urteilen und wo immer ich konnte, anderen zu helfen. Leider kehrte ich nach ungefähr einer Woche zu meiner alltäglichen Routine zurück. Ich schäme mich es zu sagen, aber ich schaffte es nicht, diesen neugefundenen Frieden, das Gebet, die Dankbarkeit und die Liebe in mir zu bewahren.
Dieses ganz reale Ereignis ließ mich die Dinge ein wenig anders sehen, und ich versuche, aus dem Panzer meiner Egozentrik und aus unserem absurden Denken herauszukommen, das alles in kleine Kisten packt und versucht alles mit Gesetzen und Regeln zu erklären. Die Angst vor dem Ende verstärkt das Bewusstsein der eigenen Fehler.
Die Dankbarkeit die man gegenüber der unendlichen Liebe Gottes spürt, erweicht das Herz, es schmelzt den Menschen auf, und durch Gott lässt es ihn seine Brüder und die Schöpfung lieben, während er gleichzeitig fürchtet, Gott vielleicht durch eine seiner Handlungen betrübt zu haben und das zu verlieren, wovon sein Herz einen Vorgeschmack hatte, die Gabe der Liebe, die zu suchen seine Seele geschaffen wurde – die Vereinigung mit Gott.
(Auf die Bitte eines lieben Bruders hin, habe ich beschlossen, diese für mich einzigartige Erfahrung „zur Ehre Gottes“ und zur geistlichen Stärkung der Brüder aufzuschreiben. Bitte entschuldigen Sie den persönlichen Ton der Erzählung, aber ich wollte die Ereignisse und Gefühle genauso übermitteln, wie wir sie erlebt haben. Vielen Dank für Ihr Verständnis.)
Von diesem Moment an verloren wir alle unser Interesse an Kleinigkeiten. Keiner schimpfte, keiner beschwerte sich wegen der Verspätung, wegen des Gepäcks, wegen des grundlosen öffentlichen Bekenntnisses schwerer Sünden. Wir wandelten auf der Erde, aber unser Geist und unsere Herzen waren voll von Dankbarkeit und gemäß der Kraft eines jeden hingegeben an IHN, der uns seine Liebe wieder so deutlich gezeigt hatte. Wir wussten, dass wir aus der Vorsehung Gottes lebten und fühlten deshalb eine immense Freude und Dankbarkeit.
So vergingen die kommenden Tage. Ich sah alles als eine Schöpfung Gottes, ich liebte und bewunderte sie. Ich hatte aufgehört mich zu ärgern und mich in Kleinigkeiten zu erschöpfen. Ich versuchte auf die Liebe Gottes durch ein milderes Verhaltenen zu antworten, nicht zu urteilen und wo immer ich konnte, anderen zu helfen. Leider kehrte ich nach ungefähr einer Woche zu meiner alltäglichen Routine zurück. Ich schäme mich es zu sagen, aber ich schaffte es nicht, diesen neugefundenen Frieden, das Gebet, die Dankbarkeit und die Liebe in mir zu bewahren.
Dieses ganz reale Ereignis ließ mich die Dinge ein wenig anders sehen, und ich versuche, aus dem Panzer meiner Egozentrik und aus unserem absurden Denken herauszukommen, das alles in kleine Kisten packt und versucht alles mit Gesetzen und Regeln zu erklären. Die Angst vor dem Ende verstärkt das Bewusstsein der eigenen Fehler.
Die Dankbarkeit die man gegenüber der unendlichen Liebe Gottes spürt, erweicht das Herz, es schmelzt den Menschen auf, und durch Gott lässt es ihn seine Brüder und die Schöpfung lieben, während er gleichzeitig fürchtet, Gott vielleicht durch eine seiner Handlungen betrübt zu haben und das zu verlieren, wovon sein Herz einen Vorgeschmack hatte, die Gabe der Liebe, die zu suchen seine Seele geschaffen wurde – die Vereinigung mit Gott.
(Auf die Bitte eines lieben Bruders hin, habe ich beschlossen, diese für mich einzigartige Erfahrung „zur Ehre Gottes“ und zur geistlichen Stärkung der Brüder aufzuschreiben. Bitte entschuldigen Sie den persönlichen Ton der Erzählung, aber ich wollte die Ereignisse und Gefühle genauso übermitteln, wie wir sie erlebt haben. Vielen Dank für Ihr Verständnis.)


ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΗΣ
ΠΙΣΤΕΨΕ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
''Σκάσε επί τέλους να λες
συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός!''
Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ' κάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ό καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, "σκληρός άθεος" και άπιστος.
«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε "Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!..."Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. "Ύστερα από δύο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν "το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!...Δόξα Σοι, ό Θεός!...Δόξα Σοι, ό Θεός!..."
' Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό.' Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο πού του έδωσε και τους πόνους πού είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα "την Θεία Μεταλαβιά" κι εγώ ό άθλιος ξερνούσα από αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"! Δεν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός, πού εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει."Όχι! δεν υπάρχει...
Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε:
'Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. "Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ό Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του μ' εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω:
-Δεν υπάρχει Θεός.,. Δεν πιστεύω σε τίποτα...Ούτε στον Θεό ούτε ο αυτά τα «κολοκύθια» πού μου λες περί Βασιλείας του Θεού σου...Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται ή ψυχή απ' το σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις!
Και ή μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα "παραβάν", όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα "όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ό γέρος θα πεθάνει!!!".
Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια "Χαίρε" για την Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται "Χαιρετισμοί". Κατόπιν σιγοέψαλλε το "Θεοτόκε Παρθένε", το "Από των πολλών μου αμαρτιών...", το "Άξιον εστί", κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: "Καλώς τον Άγγελο μου! Σ ευχαριστώ, πού ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ' ευχαριστώ!... Σ ευχαριστώ!..." Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και κοιμήθηκε!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φώς, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ό άπιστος, ό άθεος, ό υλιστής, ό "ξιπασμένος", ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ' αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ερχόταν ή παράξενη αυτή μυρωδιά.
"Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι' αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
-Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην 'Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή ή ψυχή θα χωριστεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα; Γιατί δεν με εμποδίσατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω...
Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;... Από αυτή τη στιγμή μέχρι πού να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους 'Αγγέλους, τους 'Αγίους. Για τίποτε άλλο.
Ερχόταν οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
--"Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε…..'Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω.
Και σ' ένα - δύο επισκέπτες:
-Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!...
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί...»
Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ό Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο!' Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δύο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι' αυτός τον Θεό.
ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Εχει περάσει καιρός που είχε δημοσιευτεί ένα ερασιτεχνικό βίντεο από ένα θαύμα στον ουρανό.
Για μια ακόμη φορά εμφανίζεται στον ουρανό το σημείο του Σταυρού.Το
γεγονός έγινε στη ρωσική περιφέρεια Kostroma. Ένας κάτοικος της πόλης
Sharya,στην Ρωσία, έγινε μάρτυρας ενός φαινομένου: Στον ουρανό πάνω από
το σπίτι του είδε έναν λαμπερό σταυρό.Ο Βλαντιμίρ Rostovcev τράβηξε βίντεο με την φωτογραφική του μηχανή. Νωρίς το πρωί επρόκειτο να πάει στην εργασία του, αλλά ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο του.Εκείνη την στιγμή την προσοχή του την τράβηξε το απίστευτο θέαμα ... Ο σταυρός ήταν στη μέση του αέρα για λίγα λεπτά.Μετά διαλύθηκε. Ο Vladimir λέει: «Είναι περίεργο, αλλά αφού έφυγε ο σταυρός το αυτοκίνητό μου ήταν μακριά και δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα ..."
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=cndgpd6zrE4

Ένας Μουσουλμάνος στην Αίγυπτο σκότωσε τη γυναίκα του και την έθαψε με τα δύο κοριτσάκια τους...
Το εκπληκτικό γεγονός διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη τη χώρα και ο πατέρας των παιδιών ετοιμάστηκε για τη θανατική ποινή. Όπως ήταν φυσικό, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή πάνω στο μεγαλύτερο παιδί προκειμένου να τους διαφωτίσει για το πώς επέζησαν.
- Ένας άνδρας, ο οποίος φορούσε λευκά ρούχα που έλαμπαν σαν τον ήλιο, με χέρια ματωμένα από πληγές, ερχόταν και μας έδινε φαγητό, ήταν η απάντηση της μικρής. Ακόμη, ο άνθρωπος αυτός ξυπνούσε και τη μαμά μου για να περιποιηθεί την αδελφή μου.
Το εθνικό αιγυπτιακό κανάλι, το οποίο πήρε τη συνέντευξη, μετάδωσε μέσω της (μουσουλμάνας) δημοσιογράφου: «Ο άνδρας αυτός δε μπορεί να ήταν άλλος από τον ΙΗΣΟΥ, διότι κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιου είδους πράγματα!», όπως διαβάζουμε στα "Αττικά Νέα".
Μπορεί μεν οι μουσουλμάνοι να δέχονται ότι ο «ISA» (Ιησούς) τα έκανε όλα αυτά, αλλά οι πληγές δείχνουν ότι πραγματικά σταυρώθηκε, όπως επίσης είναι ξεκάθαρο ότι ο Ιησούς ΖΕΙ. Εξάλλου, κανείς δε διανοήθηκε να μη βασιστεί στα λόγια του κοριτσιού, γιατί ούτε αυτή ούτε η αδελφούλα του θα ήταν δυνατό να επιζήσουν αν δε συνέβαινε ένα πραγματικό θαύμα.
Οι ηγέτες των μουσουλμάνων βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα αδιέξοδο, καθώς ούτε την αυθεντικότητα του θαύματος μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε και να περιορίσουν την έκταση που πήρε η δημοσιότητα της όλης ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου