ΑΓΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ Ή ΤΡΙΩΔΙΟ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Φιλάνθρωπε, 
μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου: 
ὅτι ἐμακροθύμησας 
ὑπὸ Ἰουδαίων ῥαπιζόμενος, ὑπὸ Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, 
καὶ ὑπὸ τῶν ἀθετούντων Σε πολυπραγμονούμενος. 
Πῶς ἐσαρκώθης; πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; 
ἀλλὰ συνέτισον ἡμᾶς, ὡς τὸν Θωμᾶν βοᾶν Σοι: 
ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοι.

(ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)



Κυριακή των Μυροφόρων

Κυριακή των Μυροφόρων σήμερα, αδελφοί μου, μετά την Κυριακή του Θωμά ή Αντίπασχα, και δικαιολογημένα, διότι οι μυροφόρες γυναίκες είναι οι πρώτες αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως του Κυρίου μας, αφού αυτές πήγαν «λίαν πρωί της μιας των σαββάτων» στο μνημείο του Χριστού, το βρήκαν κενό, άκουσαν από τον άγγελο το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, είδαν τον Αναστάντα Κύριο και πήραν εντολή να μεταφέρουν το αναστάσιμο μήνυμα και στους αποστόλους . Μαζί με τις μάρτυρες της Αναστάσεως, τις Μυροφόρες, εορτάζουμε και τους μάρτυρες τα Tαφής του Χριστού, τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, οι οποίοι ζήτησαν το Άγιο Σώμα του Χριστού από τον Πιλάτο, και το ενταφίασαν σε δικό τους μνημείο.
Γράφει ο Φίλων ο Ιουδαίος : «για ποιο λόγο όλες οι αρετές είναι γένους θηλυκού, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, η ανδρεία και οι υπόλοιπες ; Διότι για την απόκτηση των αρετών είναι προθυμότερες οι γυναίκες από τους άνδρες». Η σημερινή όμως εορτή αποδεικνύει ότι και οι άνδρες και μάλιστα οι ευσχήμονες βουλευτές Νικόδημος και Ιωσήφ, διέθεταν τόλμη και αγάπη σαν αυτή των γυναικών.
Πράγματι και οι Μυροφόρες και οι δύο Βουλευτές είχαν περισσή τόλμη και αγάπη. Οι γυναίκες ακολουθούσαν τον Χριστό στην επίγεια δράση του και τον διακονούσαν με δικά τους έξοδα, σημειώνει ο Ευαγγελιστής . Βυθισμένες στον πόνο και το δάκρυ συνόδευσαν τον Χριστό στον Γολγοθά και του παραστάθηκαν μόνο αυτές, ώστε να αναπαύει το πονεμένο βλέμμα του ο Εσταυρωμένος στην αγάπη τους . Και μετά την ταφή Του και  πάλι η αγάπη τους αγρυπνεί . «Λίαν πρωί» ξεκινούν για το μνημείο για να προσφέρουν τα μύρα της καρδιάς τους .
Η πραγματική αγάπη έχει συνακόλουθή της την τόλμη. Τολμούν να ακολουθούν τον Χριστό δημόσια, όντας γυναίκες, τολμούν να βρίσκονται μεταξύ των σταυρωτών, μόνες αυτές οδυρόμενες, τολμούν να τον ενταφιάσουν. Τολμούν να κυκλοφορήσουν νύχτα παρά τις συνήθειες των γυναικών, τολμούν να αντιμετωπίσουν τη ρωμαϊκή κουστωδία, που φύλαγε τον Τάφο, τολμούν και τον λίθο να αποκυλίσουν, αρκεί να δείξουν την αγάπη στον Μεγάλο Νεκρό.
Αλλά και οι βουλευτές Ιωσήφ και Νικόδημος δεν υστερούσαν στην αγάπη και την τόλμη. Διαθέτουν και οι άνδρες αποθέματα αληθινής αγάπης και στοργής, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να τη δείξουν, όπως οι γυναίκες. Την κρύβουν προσεκτικά, αλλά την αποκαλύπτουν εξαιρετικά τολμώντας πράξεις αγάπης. Ο Νικόδημος επισκέφθηκε κρυφά τον Χριστό «νυκτός», άκουσε την υψηλή διδασκαλία του και πίστευσε. Έπειτα, μέσα στη συναγωγή, υποστήριξε έμμεσα τον Χριστό, συμβουλεύοντας να μην βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα εναντίον Του. «Αν δεν είναι από Θεού, θα καταρρεύσει σαν άνθρωπος».
Πάντως το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του Χριστού τολμούν και οι δύο να παρουσιαστούν στον Πιλάτο και να ζητήσουν το σώμα του Χριστού αποδεικνύει και τη βαθιά αγάπη τους στον Χριστό και την ανεπανάληπτη τόλμη τους μέσα στο εχθρικό κλίμα που επικρατούσε κατά του Χριστού.
Εκείνοι οι μακάριοι άνδρες και γυναίκες αγάπησαν τον Χριστό, τόλμησαν να φανερώσουν την αγάπη τους και πλήρωσαν το τίμημά της με διάφορα μαρτύρια . Γι΄ αυτό η Εκκλησία μας τους τιμά σήμερα .
Εμείς οι χριστιανοί αγαπούμε τον Χριστό ; «Εί τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ήτω ανάθεμα». Όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό να είναι αναθεματισμένος, χωρισμένος από το σώμα της Εκκλησίας, λέγει ο απόστολος Παύλος .
Η αγάπη τροφοδοτεί τη ζωή, συγκρατεί τον άνθρωπο στη ζωή. Αν για ένα μόνο λεπτό συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι δεν τον αγαπάει κανείς θα αυτοκτονήσει, λέγει κάποιος φιλόσοφος .
Και είναι αλήθεια όλοι αγαπούμε και όλοι θέλουμε να μας αγαπούν. Αγαπούμε τη μητέρα μας, τον πατέρα μας, τα αδέλφια μας, τους συγγενείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, τους συζύγους  μας και όποιους άλλους επιλέξαμε από τον περίγυρό μας . Το ίδιο νιώθουμε ότι αγαπιόμαστε από τους άλλους . Και έχουμε τη δυνατότητα να εκφράζουμε τα συναισθήματα της αγάπης καθώς μας, τα αδέλφια μας, τους συγγενείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, τους συζύγους μας και όποιους άλλους επιλέξαμε από τον περίγυρό μας . Και έχουμε τη δυνατότητα να εκφράζουμε τα συναισθήματα της αγάπης καθώς ως άνθρωποι και βλεπόμαστε και είμαστε κοντά-κοντά . Όμως αγαπούμε τον Χριστό ; Αν η αγάπη προς τους ανθρώπους τροφοδοτεί την επίγεια ζωή, η αγάπη για τον Θεό και από τον Θεό για μας συνιστά την Αιώνιο Ζωή, τροφοδοτεί τον Παράδεισο.
Αγαπούμε τον Χριστό ; Όποιος δεν αγαπά τον Χριστό είναι αποκομμένος, λέγει ο απόστολος . Τον αγαπούμε, αλλά ίσως αναρωτιόμαστε πώς να το δείξουμε.
Πολλοί τρόποι υπάρχουν να αποδείξουμε ότι αγαπούμε τον Χριστό. «Αν με αγαπάτε», λέγει ο ίδιος ο Κύριος, «θα τηρήσετε τους λόγους μου». Πρώτα-πρώτα νιώθουμε ευχαρίστηση και χαρά μελετώντας τα λόγια του Χριστού; Είναι γλυκά τα λόγια του σαν το μέλι στον λάρυγγά μας ; Αυτό είναι απόδειξη ότι τον αγαπούμε. Και ακόμη, η εφαρμογή των λόγων του είναι η τρανώτερη απόδειξη της αγάπης μας .
Θέλετε και άλλη απόδειξη ; Λαχταρούμε την ώρα της προσευχής και της συνομιλίας μαζί με τον Χριστό, όπως μας συμβαίνει με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ποθούμε να ευρισκόμαστε στον Οίκο Του, στον Ναό Του, όπου μας περιμένει στοργικά ; Προσέχουμε τη ζωή μας, για να μην Τον σταυρώνουμε με τις αμαρτίες και τις αταξίες μας ; Αλλά και τους συνανθρώπους μας αν αγαπούμε, τον Χριστό αγαπούμε. Γιατί, λέγει, αν ισχυρίζεστε ότι αγαπάτε τον Θεό, αλλά μισείτε τον συνάνθρωπό σας, είστε ψεύτες . Η αγάπη στον πλησίον και στον ελάχιστο αδελφό στον Θεό μεταβαίνει .
Πολλά θα είχαμε να πούμε ακόμη για την αγάπη. Να ελέγξει ο καθένας τον εαυτό του, αν αγαπάει τον Χριστό, τον Σωτήρα και Λυτρωτή του, και τότε θα βρει και την τόλμη να εφαρμόσει στη ζωή του τον νόμο Του. Γιατί η χριστιανική ζωή χρειάζεται τόλμη.
Να προσευχόμαστε ιδιαίτερα να γεμίσει ο Θεός την καρδιά μας, από την αγνή και αγία αγάπη του δια πρεσβειών των Μυροφόρων και των αγίων Ιωσήφ και Νικοδήμου και για να αξιωθούμε μετά την επίγειο ζωή μας να συναντήσουμε τον αγαπώμενο Κύριο και για να τον απολαύσουμε στον παράδεισο. Γιατί, αδελφοί μου, όποιος δεν αγάπησε τον Χριστό από αυτή τη ζωή, δεν θα τον δει ποτέ .


Κυριακή τοῦ Παραλύτου


α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.
β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.
γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.
δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.
ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.
στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.
 ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.
‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου